Γράφουν Ιωάννης Βιδάκης & Γεώργιος Μπάλτος
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι συγγραφείς στο επετειακό αυτό κείμενο, εξετάζουν συνοπτικά την Γαλλο-Τουρκική Συμφωνία του Οκτωβρίου του 1921. Οι επιπτώσεις της συμμαχικής νίκης στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μεταβολή του συσχετισμού των δυνάμεων στην ευρύτερη περιφέρεια της Εγγύς Ανατολής, οι προσπάθειες διευθέτησης των ανταγωνιστικών συμφερόντων κυρίως των νικητών στην εν λόγω περιοχή, είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιλογών των Τούρκων εθνικιστών. Οι τελευταίοι αντιδρώντας σφοδρά στην κατοχή και στην κατάτμηση της χώρας τους από τους Συμμάχους, κατάφεραν να εκμεταλλευθούν μεταξύ άλλων, το ανταγωνιστικό διεθνές πλαίσιο, τις αντιθέσεις των συμφερόντων των νικητών και τα σφάλματα των αντιπάλων τους. Η συμφωνία αυτή και η υλοποίηση των όρων της, καθώς και η απαγκίστρωση των Τούρκων εθνικιστών από το μέτωπο της Κιλικίας, αποτέλεσαν την αφετηρία των τραγικών εξελίξεων για τον ελληνισμό στη Μικρά Ασία. Οι συμπολεμιστές των Ελλήνων στο μακεδονικό μέτωπο Γάλλοι, τους πρόδωσαν για μελλοντικά οικονομικά ανταλλάγματα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σύμφωνα με τον συγγραφέα Νίκο Ψυρούκη, «στο θέμα για τα γεγονότα της Εγγύς Ανατολής μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1919-1922), υπάρχει άφθονο βιβλιογραφικό-ιστοριογραφικό υλικό», ικανό μέρος του οποίου συνοπτικά σχολιάζει στο έργο του. Ειδικότερα σύμφωνα με τον ίδιο: «Πολυάριθμα αίτια συσσώρευσαν όλα τα αναγκαία στοιχεία για την δημιουργία της επαναστατικής κατάστασης στην Τουρκία και σε όλη την Εγγύς Ανατολή, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» (Ψυρούκης 1974, σελ. 11-25). Η αναλυτική μελέτη του καθηγητή Γιάννη Μουρέλου με τίτλο: «Η ΓαλλοΤουρκική προσέγγιση του 1921. Το Σύμφωνο Franklin-Bouillon και η εκκένωση της Κιλικίας», (1983), αποτελεί μια ευρύτερη ανασκόπηση των σχέσεων της Γαλλίας με το εθνικιστικό κίνημα της Τουρκίας στην περίοδο 1919-1922, έχοντας ως επίκεντρο το εξεταζόμενο σύμφωνο Franklin-Bouillon. Ο ερευνητής Aref Alobeid αναφέρεται γενικότερα, στην «γαλλική εντολή (1920-1946)», στο πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου του (2018, σελ. 203-245) και στην «Αλεξανδρέττα (Χατάι – Hattay)», στο έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου του (2018, σελ. 317-396).
Αναλυτικότερα με τη Συνθήκη των Σεβρών η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχώρησε μεταξύ άλλων και τις περιοχές της Αλεξανδρέττας και της Κιλικίας. Το Νοέμβριο του 1919 η Γαλλία είχε αναλάβει επίσημα την διοίκηση της Συρίας και της Κιλικίας. Η Συμφωνία της Άγκυραςi υπογράφηκε στις 20 Οκτωβρίου 1921 στην Άγκυρα (Angora), μεταξύ της Γαλλίας και της κυβέρνησης της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Άγκυραςii, τερματίζοντας τον Γαλλο-Τουρκικό Πόλεμο. Οι υπογράφοντες ήταν ο Γάλλος διπλωμάτης Henry Franklin-Bouillon (1870 – 1937) και ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών (16 Μαΐου 1921 – 25 Οκτωβρίου 1922), της επαναστατικής κυβέρνησης Yusuf Kemal Bey (Yusuf Kemal Tengirşenk, 1878 – 1969). Μετά από ήττες από Τούρκους εθνικιστές στη νοτιοανατολική Ανατολία (Κιλικία) την περίοδο 1919-1921iii, οι Γάλλοι αποφάσισαν να αποσυρθούν νότια και να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους στη Συρία και τον Λίβανο. Με βάση τη συμφωνία της Άγκυρας, οι Γάλλοι αναγνώρισαν το τέλος του γαλλο-τουρκικού πολέμου και παραχώρησαν μεγάλες περιοχές στην Τουρκία: σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, οι Γάλλοι συμφώνησαν να εκκενώσουν την Κιλικία, ένα «ειδικό διοικητικό καθεστώς» ιδρύθηκε για την περιοχή της Αλεξανδρέττας (Alexandretta ή Hatay), και καθορίστηκαν εκ νέου τα τουρκο-συριακά σύνορα. Σε αντάλλαγμα, η τουρκική κυβέρνηση αναγνώρισε την γαλλική εντολή επί της Συρίας. Η συνθήκη τυποποίησε την de facto αναγνώριση από την Γαλλία της κυβέρνησης της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης, αντί της οθωμανικής κυβέρνησης του σουλτάνου Μωάμεθ ΣΤ΄ [Mehmed VI], ως κυρίαρχη δύναμη στην Τουρκίαiv. Η συμφωνία βοήθησε τον τουρκικό εθνικιστικό σκοπό, αποκαλύπτοντας διαφορές μεταξύ της Γαλλίας και της Βρετανίας, η οποία συνέχισε να αναγνωρίζει την κυβέρνηση του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, απελευθερώνοντας τουρκικές εθνικιστικές δυνάμεις από το νοτιοανατολικό μέτωπο, για το δυτικό μέτωπο, εναντίον των Ελλήνων. Η συνθήκη καταχωρήθηκε στο «League of Nations Treaty Series» στις 30 Αυγούστου 1926, [League of Nations Treaty Series, vol. 54, pp. 178-193].
Χάρτης 2: Συνθήκη της Λωζάννης
Πηγή: https://uwidata.com/12690-the-birth-certificate-of-turkey-treaty-of-lausanne/
Ειδικότερα αυτή η συνθήκη άλλαξε τα σύνορα Συρίας – Τουρκίας που είχαν καθοριστεί από τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920 προς όφελος της Τουρκίας, παραχωρώντας της μεγάλες περιοχές των Περιφερειών [Vilayets] του Χαλεπιού και των Αδάνων [Aleppo and Adana]. Από τα δυτικά προς τα ανατολικά, οι πόλεις και οι συνοικίες: Adana, Osmaniye, Marash, Aintab, Kilis, Urfa, Mardin, Nusaybin και Jazirat ibn Umar (Cizre) παραδόθηκαν στην Τουρκία. Τα σύνορα καθορίστηκαν από τη Μεσόγειο Θάλασσα αμέσως νότια του Payas προς Meidan Ekbis (που θα παρέμενε στη Συρία), και έπειτα στράφηκαν προς τα νοτιοανατολικά, μεταξύ της Marsova (Mersawa) στην περιοχή Sharran της Συρίας και Karnaba και Kilis στην Τουρκία, για να συναντήσουν την γραμμή του Σιδηρόδρομου της Βαγδάτης στο Al-Rai. Από εκεί ακολουθούσαν τη σιδηροδρομική γραμμή προς Nusaybin, με τα σύνορα να βρίσκονται για τη συριακή πλευρά εκτός της σιδηροδρομικής γραμμής, αφήνοντας την γραμμή στην τουρκική επικράτεια. Από το Nusaybin ακολουθούσε την παλαιά οδό προς Jazirat ibn Umar, με την οδό να υπάγεται στην τουρκική επικράτεια, αν και μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν και οι δύο χώρες.
Στο Σαντζάκι της Αλεξανδρέττας στη Συρία δόθηκε ένα ειδικό διοικητικό καθεστώς, με επίσημη αναγνώριση της τουρκικής γλώσσας και πρόβλεψη για την πολιτιστική (!) ανάπτυξη των Τούρκων κατοίκων, που ήταν η μεγαλύτερη ενιαία εθνο-θρησκευτική ομάδα. Σύμφωνα με το άρθρο 9 της Συνθήκης, ο τάφος του Σουλεϊμάν Σαχ, (ο τόπος ταφής του Σουλεϊμάν Σαχ, παππού του Οσμάν Α’, ιδρυτή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) στη Συρία “θα παραμείνει, με τα στοιχεία του, εδαφική ιδιοκτησία της Τουρκίας, η οποία μπορεί να ορίσει φρουρά και να ανυψώσει εκεί την τουρκική σημαία”. Αυτή η ακύρωση των γαλλικών αξιώσεων για τουρκικά εδάφη αργότερα αναγνωρίστηκε επίσημα στην ανακωχή των Μουδανιών. Τα νέα σύνορα αναγνωρίστηκαν στη μεταγενέστερη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923. [Πηγή: https://www.britannica.com/event/Treaty-of-Ankara]
Χάρτης 3: Η Κυβέρνηση της Άγκυρας και οι αξιώσεις της
Ο χάρτης δημοσιεύθηκε από την εβδομαδιαία εφημερίδα του Λονδίνου «The Sphere», 01-05/03/1921:
Η κυβέρνηση της Άγκυρας και οι Κεμαλιστές ή οι εθνικιστές ελέγχουν αποτελεσματικά το σκιασμένο τμήμα του χάρτη: απαιτούν Θράκη, Σμύρνη, Χαλέπι, Αρμενία, Πόντο και όλη τη Μεσοποταμία
Πηγή: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:The_Angora_Government_and_its_Claims.jpg
Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΣΤΑΣΗ
Αμέσως μετά τη λήξη τουΑ΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μπήκε σε ημερήσια διάταξη η ανακατανομή της ευρύτερης περιφέρειας της Εγγύς Ανατολής, κυρίως λόγω των αντιθέσεων των συμφερόντων των νικητών, Βρετανών, Γάλλων, Ιταλών (των άπειρων) Αμερικανών, και της απότομης μεταβολής του συσχετισμού δυνάμεων στην περιοχή: η Γερμανία αποχώρησε, η τσαρική Ρωσσία είχε καταρρεύσει, η Οθωμανική αυτοκρατορία διαλύθηκεv. Η αύξηση της σημασίας του πετρελαίου από τις αρχές του 20ού αιώνα, συνεισέφερε στην αναδιάταξη και στην μεταβολή των συμφερόντων των εμπλεκομένων στην περιοχή (Βιδάκης 2016). Χαρακτηριστικά στις 8 Αυγούστου 1919 ο Αμερικανός αντιστράτηγος Τζέιμς Χάρμπορντ [James Harboord] επισκέφθηκε στη Σεβάστεια τον Μουσταφά Κεμάλ [Mustafa Kemal] και του υπέβαλε πρόταση να τεθεί η χώρα υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ, με αντάλλαγμα την ακεραιότητά της. Νωρίτερα μ΄ έναν πρόσκαιρο αγγλο-γαλλικό συμβιβασμό «της στιγμής», με ιταλική άγνοια και με αμερικανική ανοχή, είχε αποφασιστεί η αποστολή ελληνικού στρατού στην («γκιαούρ-άπιστη») Σμύρνη. Ο Κεμάλ ωστόσο είχε άλλο σχέδιο (Μπάλτος & Βιδάκης 2020, σελ. 47-50).
Στο ανωτέρω πλαίσιο, η έναρξη των εχθροπραξιών στην Κιλικία στα τέλη του 1919, προκάλεσε το Μάιο του 1920 την επαφή των Γάλλων µε τους Τούρκους εθνικιστές, προκειμένου να επιτευχθεί προσωρινή εκεχειρία σ΄ αυτήν την περιοχή. Είχε προηγηθεί μια διερευνητική προσέγγιση του Κεμάλ τον Δεκέμβριο του 1919, χωρίς αποτέλεσμα. Στη συνέχεια ο Robert de Caix de Saint-Aymour (Γάλλος δημοσιογράφος, πολιτικός, συγγραφέας και διπλωμάτης, ειδήμων στα της περιοχής, ζητήματα, 1869 – 1970), κατέφθασε στην Άγκυρα µε σκοπό την έναρξη διαπραγματεύσεων µε τους Τούρκους, για την επίτευξη εκεχειρίας στο μέτωπο της Κιλικίας. Σκοπός του Κεμάλ όμως ήταν να εκμεταλλευθεί την παρουσία του Γάλλου επισήμου, για να αρχίσει διαπραγματεύσεις µε µία από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Από τη στιγμή εκείνη ο δρόμος για την γαλλο-τουρκική προσέγγιση είχε ανοίξει. Οι γαλλικές αρχές της Συρίας άρχισαν να εξετάζουν σοβαρά την πιθανότητα σύναψης μιας συνθήκης µε τους Τούρκους. «Η Γαλλία, επιθυμώντας να αφοσιωθεί στην αντιμετώπιση των Σύριων εθνικιστών και της Βρετανίας, η οποία είχε αναλάβει έναν ανταγωνιστικό ρόλο, αποδέχθηκε εύκολα να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της τουρκικής πλευράς, που σχετίζονταν με τις διεκδικήσεις συριακών εδαφών», (Alobeid 2018, σελ. 322). Στις 3 Ιουνίου 1920 ο ύπατος Γάλλος αρμοστής στρατηγός Ανρί Γκουρό [Henri Gourand] έλεγε τα εξής: «Το σχέδιο ειρήνης µε την Τουρκία ευνοεί τόσο πολύ την Ελλάδα (σ.σ. Συνθήκη των Σεβρών), ώστε είναι αδύνατο να αποτραπεί μια αιματηρή σύγκρουση. Γι’ αυτό καλό είναι να µην καθυστερούμε, θα ήταν προς όφελός µας εάν το Υπουργείο Εξωτερικών έθετε τις βάσεις για μια συνεννόηση µε τους Κεμαλικούς, αποτέλεσμα της οποίας θα ήταν η οριστική κατάπαυση των εχθροπραξιών µε τις γαλλικές δυνάμεις στην Κιλικία». Ο Μουσταφά Κεμάλ σε επιστολή του προς τον Λένιν τον Δεκέμβριο του 1920 εξέφραζε την βεβαιότητα της επιτυχίας της τουρκικής επανάστασης χάρη στην τουρκο-σοβιετική φιλίαvi (Μουρέλος 1983, σελ. 217 & Ψυρούκης 1974, σελ. 32, 123, 130). Γενικά οι ρωσσο-τουρκικές διαφορές επιλύθηκαν με τη Συνθήκη της Αλεξαντροπόλ [Alexandropol, σημερινή Γκιουμρί/Gyumri] της Αρμενίας στις 3 Δεκεμβρίου 1920: οι Τούρκοι έλαβαν το Καρς και το Αρνταχάν και οι Ρώσσοι το Βατούμιvii. Σημειώνεται όμως ότι στη συνέχεια [28 Ιανουαρίου 1921] δολοφονήθηκαν στην Τουρκία, οι ηγέτες του Τουρκικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Οι συγκρούσεις στην Κιλικία συνεχίστηκαν και η Γαλλία, της οποίας τα εθνικά συμφέροντα δεν φέρεται να συμφωνούσαν με αυτά του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιταλίας και της Ελλάδας στο Ανατολικό Ζήτημα, ξεκίνησε διμερείς σχέσεις με την Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας, (πρώτη της συνεδρίαση στις 23 Απριλίου 1920)viii, εφαρμόζοντας προσωρινή ανακωχή στο τουρκο-γαλλικό μέτωπο, τρείς (3) μήνες πριν από την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920). Ωστόσο, παρά την αποδοχή της «νέας τουρκικής Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης», ως πολιτικής οντότητας, δεν ήταν δυνατό για την επαναστατική κυβέρνηση της Άγκυρας να αναπτύξει περαιτέρω σχέσεις με την Γαλλία.
Τον Φεβρουάριο του 1921, κατά τις εργασίες της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου, [μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ελλάδας (χωρίς τον Βενιζέλο), της οθωμανικής κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης και της επαναστατικής κυβέρνησης της Άγκυρας], οι Γάλλοι, (νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Μπριάν/Briand), βρήκαν την ευκαιρία να προσεγγίσουν τους Κεμαλικούς, διαπραγματευόμενοι την εκκένωση της Κιλικίας. Ο αντιπρόσωπος της κυβέρνησης της Άγκυρας στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, Μπεκίρ Σάμι Μπέη, [Bekir Sami Bey, λαϊκός επίτροπος για τις εξωτερικές υποθέσεις, γεννημένος στην ρωσσική Οσετία, με σπουδές πολιτικών επιστημών στο Παρίσι, πολύγλωσσος), υπέγραψε ξεχωριστή συμφωνία με την Γαλλία (11 Μαρτίου 1921) και την Ιταλία, (13 Μαρτίου 1921).
Σύμφωνα με αυτές θα αποχωρούσαν από τη Μικρά Ασία, έναντι πλούσιων οικονομικών ανταλλαγμάτων. Η «συμφωνία ειρήνης» με την Γαλλία μεταξύ άλλων περιλάμβανε, την άμεση κατάπαυση των εχθροπραξιών στο μέτωπο της Κιλικίας, την εκκένωσή της από γαλλικές και τουρκικές δυνάμεις, με τον όρο να αφοπλιστούν οι άτακτοι, την παροχή εγγυήσεων για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων που απειλούνταν και φυσικά τέθηκε προτεραιότητα στην οικονομική συνεργασία, κυρίως όσον αφορούσε στις γαλλικές επιχειρήσεις της περιοχής. Αποτελούσε ένα προσωρινό πλαίσιο συμφωνίας, μέχρι την υπογραφή μιας ευρύτερης έκτασης συνθήκης. Το σύμφωνο όμως ήταν βραχύβιο, καθώς ο Κεμάλ το κατήγγειλε όταν οι Γάλλοι αποβίβασαν στρατό στις ακτές της Μαύρης θάλασσας, προκειμένου να περιφρουρήσουν τα ανθρακωρυχεία τους στο Ερεγλί και στο λιμάνι της Ζονγκουλντάκix. Ο Κεμάλ δεν συμφώνησε με την πολιτική του Μπεκίρ Σάμι Μπέη, ακύρωσε την συμφωνία και τον ανάγκασε να παραιτηθεί (8/5/1921), από το αξίωμα του υπουργού εξωτερικών της επαναστατικής κυβέρνησης της Άγκυρας, στρεφόμενος προσωρινά προς τη σοβιετο-τουρκική συνεργασία, για οφέλη στην περιοχή του Καυκάσου.Ωστόσο οι Τούρκοι κατόρθωσαν να αποσύρουν δυνάμεις από το μέτωπο της Κιλικίας για το μικρασιατικό μέτωπο, αφήνοντας ατάκτους να παρενοχλούν τους Γάλλους.
Η συνθήκη της Μόσχας – («Σύμφωνο Φιλίας»), που υπεγράφη μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσσίας και της κυβέρνησης της Άγκυρας (16 Μαρτίου 1921)x, επηρέασε θετικά τις τουρκο-γαλλικές σχέσεις: η Γαλλική Δημοκρατία έστειλε ανεπίσημα έναν από τους πρώην υπουργούς της, τον Χένρι Φράνκλιν-Μπουγιόν [Henry Franklin-Bouillon], στην Άγκυρα. Ο Μπουγιόν, ο οποίος έφθασε στην Άγκυρα στις 9 Ιουνίου 1921, πραγματοποίησε συνομιλίες με τον Μουσταφά Κεμάλ, το (νέο) υπουργό εξωτερικών Γιουσούφ Κεμάλ Μπέη [Yusuf Kemal Bey] και τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Φεβζί Πασά [Fevzi Pasha], οι οποίες διήρκεσαν δύο εβδομάδες. Ειδικά, κατά την διάρκεια των συνομιλιών μεταξύ του Μουσταφά Κεμάλ και του Μπουγιόν, συζητήθηκε κυρίως το ζήτημα του «Misak-ı Milli»xi και η ύπαρξη του νέου τουρκικού κράτους. Το ζήτημα του «Misak-ı Milli», ή «Εθνικού Συμφώνου» και οι περιοχές που εκτείνεται, πρέπει να προβληματίζουν όλες τις γειτονικές της Τουρκίας χώρες.
Χάρτης 4: Υποτύπωση του «Misak-ı Milli», «Εθνικού Συμφώνου»
Πηγή: Deliogul, CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=3855931
Εικόνα 1: Συνθήκη της Μόσχας, 1921
Οι Rıza Nur, Yusuf Kemal (Tengirşenk), Ali Fuat Pasha,
Georgiy Çiçerin, Celalettin Korkmazov, συζητούν τους όρους της συμφωνίας
Πηγή: wikipedia.org/wiki/Treaty_of_Moscow_1921.jpg
Χάρτης 5: Σύνορα Αρμενίας 1921
Πηγή: https://antlasmalar.com/wp-content/uploads/2017/07/gumru-antlasmasi-harita.jpg
Στη συνέχεια η αναχαίτηση του ελληνικού στρατού στην τρομερή μάχη του Σαγγάριου (22 Αυγούστου – 13 Σεπτεμβρίου 1921), παρά τις αρχικές του επιτυχίες, (17 Ιουλίου έπεσε η Κιουτάχεια και στις 21 Ιουλίου το Εσκί-Σεχίρ), έφερε την πολυπόθητη άρση του διπλωματικού αποκλεισμού για τον Κεμάλ. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1921, την ημέρα που ο κεμαλικός στρατός αντεπιτέθηκε στο μέτωπο του Σαγγάριου, ο Μπουγιόν εγκατέλειπε το Παρίσι για την Άγκυρα, ως επίσημος πλέον εκπρόσωπος της γαλλικής κυβέρνησης, με εξουσίες για υπογραφή συμφωνίας. H Γαλλία λοιπόν συνεχίζει τις επαφές της με τον Κεμάλ, ανακαλεί τα στρατεύματά της από την ζώνη κατοχής στην Κιλικία και παραδίδει στις τουρκικές εθνικιστικές δυνάμεις το σύνολο του πολεμικού υλικού, ενώ αργότερα τις εφοδιάζει με όπλα, πυρομαχικά, ακόμη και αεροπλάναxii. Η Ιταλία είχε ήδη εκκενώσει την Αττάλεια από τον Ιούνιο του 1921.
Με τη Συμφωνία της Άγκυρας (20 Οκτωβρίου 1921),το Μέτωπο των Συμμαχικών Δυνάμεων (Αντάντ) έσπασε και η νέα τουρκική πολιτειακή οντότητα με έδρα την Άγκυρα, αναγνωρίστηκε από την Γαλλία. Μετά τη συμφωνία, ο πόλεμος στο νότιο μέτωπο σταμάτησε και καθορίστηκαν τα νότια σύνορα της Τουρκίας. Με αυτήν τη συνθήκη, η αιτιολόγηση των τουρκικών εθνικών φιλοδοξιών έλαβαν επίσημο χαρακτήρα και εγκρίθηκαν για πρώτη φορά, από ένα από τα κράτη της Αντάντ (Συμμαχικές Δυνάμεις). Μετά την υπογραφή της συμφωνίας, οι δύο χώρες έδωσαν συνέχεια στις πολιτικές τους σχέσεις. Ωστόσο, παρόλο που η στρατιωτική επιχείρηση μεταξύ Γαλλίας και Τουρκίας έληξε με αυτήν τη συνθήκη, η Γαλλία διατήρησε την θέση και το καθεστώς της στους Συμμάχους, στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης.
Οι όροι της Συμφωνίας της Άγκυρας, ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκοί για την γαλλική πλευρά: περιελάμβαναν μεταξύ άλλων, την άμεση κατάπαυση των εχθροπραξιών, την ανταλλαγή των αιχμαλώτων πολέμου, την εκκένωση της Κιλικίας από τον γαλλικό στρατό σε διάστημα δύο μηνών από τη στιγμή της επικύρωσης του συμφώνου από τις δύο κυβερνήσεις, την δημιουργία μικτής επιτροπής για την επίβλεψη της εκκένωσης, την χορήγηση γενικής αμνηστίας από τις τουρκικές αρχές τη στιγμή της εγκατάστασής τους στην Κιλικία και την προστασία των εθνικών μειονοτήτων σύμφωνα µε τους όρους των διεθνών συμβάσεων.
Οι οικονομικές διατάξεις του συμφώνου αναφέρονταν στα εξής: παραχώρηση της εκμετάλλευσης του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης σε γαλλική εταιρεία που θα αναλάβανε και την δημιουργία σιδηροδρομικών διακλαδώσεων στην περιοχή των Αδάνων. Τουρκία και Συρία θα είχαν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν το δίκτυο για μεταφορά στρατού στην παραμεθόρια περιοχή, δυνατότητα εφαρμογής ειδικού τελωνειακού καθεστώτος, καθώς και πλήθος άλλων οικονομικών και εμπορικών παροχών προς τους Γάλλους – εξέταση παραχώρησης σε γαλλικούς οίκους της εκμετάλλευσης των ορυχείων σιδήρου, χρωμίου και αργύρου της πεδιάδας Χαρσίτ – (ποταμός Χαρσιώτης στον Πόντο), για 99 έτη (Μουρέλος 1983, σελ. 242 & Ψυρούκης 1974, σελ. 176) .
Συνεπώς η Γαλλία ήταν υποχρεωμένη να αναγνωρίσει επίσημα τις αξιώσεις των εθνικιστών σε θέματα γενικότερης εξωτερικής πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα είχε βγει κερδισμένη από τον ανταγωνισμό µε τους άλλους Συμμάχους, γεγονός που της επέτρεπε να χειρίζεται για πρώτη φορά, ύστερα από πολύ καιρό, τις υποθέσεις της Εγγύς Ανατολής από θέση ισχύος. Η Βρετανία αντέδρασε επίσημα στις 3 Νοεμβρίου. Στην Ρώμη η γαλλο-τουρκική συμφωνία αντιμετωπίστηκε θετικά και οι Ιταλοί έστειλαν με τη σειρά τους απεσταλμένο στην Άγκυρα, ο οποίος όμως αναχώρησε άπρακτος στις 11 Δεκεμβρίου 1921. Η Σοβιετική Ένωση ζήτησε εξηγήσεις από την Άγκυρα, για να λάβει την απάντηση για δήθεν μέτρο πολιτικής ανάγκης, που δεν θα εμπόδιζε τις δεσμεύσεις του μεταξύ τους συμφώνου. Στην Ελλάδα θεωρήθηκε ως «δεύτερη προδοσία» των Γάλλων, μετά από αυτήν του Λονδίνου και υπήρξε ανησυχία για την τύχη του χριστιανικού πληθυσμού της Κιλικίας.
Η επικύρωση του γαλλο-τουρκικού συμφώνου από την κυβέρνηση του Παρισιού πραγματοποιήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το σύμφωνο θα ετίθετο σε ισχύ από τις 4 Νοεμβρίου 1921. Οι τελευταίες μονάδες της Γαλλικής Στρατιάς της Εγγύς Ανατολής έπρεπε να εγκαταλείψουν την Κιλικία πριν από τις 4 Ιανουαρίου 1922. Ήδη από τον Οκτώβριο οι Γάλλοι είχαν εξετάσει την πιθανότητα τουρκικών αντιποίνων σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού, έπειτα από την εκκένωση της επαρχίας. Το Παρίσι είχε διαβεβαιώσει τους Συμμάχους ότι θα απαγόρευε κάθε είδους παραβίαση των διεθνών κανόνων περί προστασίας των εθνικών μειονοτήτων. Αυτό όμως δεν είχε πρακτικό αντίκρισμα και οι μάζες γνώριζαν πλέον την τύχη που θα είχαν από τους νέους κυρίαρχους της περιοχής, τους Τούρκους. Μία μόνο επιλογή είχαν: την φυγή. Έτσι το επερχόμενο κύμα των προσφύγων ήταν καθολικό και συνεπώς δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Από το λιμάνι της Μερσίνας οι πρόσφυγες κατευθύνονταν προς την Κύπρο, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.
Η μεταβίβαση της εξουσίας έγινε χωρίς σοβαρά επεισόδια. Η αποχώρηση του γαλλικού στρατού από την Κιλικία άρχισε σταδιακά στις 3 ∆εκεμβρίου 1921 (Μουρέλος 1983, σελ. 257). Στις 20 Δεκεμβρίου εκκενώθηκαν τα Άδανα [Adana], στις 25 το Αιντάµπ [Aintab], στις 27 η Ταρσός [Tarsos], στις 30 το Κιλίς [Kilis] και στις 4 Ιανουαρίου 1922 η Μερσίνα [Mersin] και το Ντερτυόλ [Dortyol]. Ωστόσο, η διάδοχος κατάσταση προβλημάτισε τους Γάλλους: συµµορίες ατάκτων ξανάρχισαν δράση στο εσωτερικό της Συρίας, ενώ οι κεμαλικές αρχές αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την δικαιοδοσία του Γάλλου προξενικού ακόλουθου. Επιπλέον, η κυβέρνηση της Άγκυρας επέβαλλε στα εισαγόμενα γαλλικά εμπορεύματα φόρο 25%, ενώ αντίστοιχα αμερικανικά, γερμανικά και ιταλικά προϊόντα επιβαρύνονταν µε 11%. Αυτό είχε αρνητικό αντίκτυπο στην εμπορική ανάπτυξη της Συρίας. Ήταν φανερό ότι οι Κεμαλικοί εποφθαλμιούσαν το βόρειο τμήμα της (Αλεξανδρέττα – Χαλέπι).
Συναφώς πρέπει να εξεταστεί και η παράδοση του γαλλικού οπλισμού της Κιλικίας στους Τούρκους, παράγοντα που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο ελληνο-τουρκικό μέτωπο. Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων της Άγκυρας ο Μπουγιόν είχε υποσχεθεί στους συνομιλητές του ότι η Γαλλία ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει επί-τόπου το πολεμικό της υλικό, μόλις αποχωρούσαν οι δυνάμεις της από την Κιλικία. Υπόσχεση που δόθηκε χωρίς συγκεκριμένες οδηγίες από την κυβέρνηση του Παρισιού, συνετέλεσε όμως στην τελική συγκατάθεση των Τούρκων να υπογράψουν τη συμφωνία. Έτσι, επιστρέφοντας τον Οκτώβριο στην γαλλική πρωτεύουσα, ο Μπουγιόν παρέδωσε στο Υπουργείο Στρατιωτικών μια κατάσταση µε το πολεμικό υλικό που έπρεπε να παραχωρηθεί στους Τούρκους εθνικιστές. Οι πρωτοβουλίες αυτές έφεραν την γαλλική κυβέρνηση σε δύσκολη θέση: η χορήγηση πολεμικού υλικού ή οικονομικής βοήθειας από τις Συµµαχικές Δυνάμεις προς τους Έλληνες και Τούρκους είχε απαγορευτεί µε απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου (10 Αυγούστου 1921). Βρήκαν όμως και εδώ τη λύση: οι ιδιώτες ήταν ελεύθεροι να προβούν στο εμπόριο όπλων προς τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Έπειτα από κάποιες αμφιταλαντεύσεις της γαλλικής κυβέρνησης και µε συντονισμένες προσωπικές προσπάθειες, ο Μπουγιόν, στις αρχές του Ιανουαρίου 1922, στις Κάννες, στο παρασκήνιο διεθνούς διάσκεψης κορυφής, έπεισε τον Μπριάν να παραχωρήσει δωρεάν το πολεμικό υλικό της Κιλικίας στους Τούρκους: 10.000 τουφέκια Μάουζερ με τα αντίστοιχα φυσίγγια, 2.000 άλογα, 10.000 στρατιωτικές στολές εκστρατείας. Επίσης, αποφασίστηκε η χορήγηση δέκα αεροπλάνων µε τα ανταλλακτικά τους, καθώς και όλο το υλικό τηλεπικοινωνιών. Γάλλοι τεχνικοί θα αναλάμβαναν την εκπαίδευση του κεμαλικού στρατού στην χρήση αυτού του πολεμικού υλικού (Μουρέλος 1983, σελ. 258-262).
Οι προσπάθειες που κατέβαλλε ο Μπουγιόν στο διάστημα αυτό μέχρι και την εφαρμογή των συμφωνηθέντων, ώστε να ξεπεραστούν πράγματι τα σοβαρά εμπόδια που μονίμως ανέκυπταν, ήταν υπεράνθρωπες. Στις 25 Ιανουαρίου τηλεγραφώντας στον Γιουσούφ Κεμάλ έλεγε τα εξής:
«Είμαι βέβαιος ότι η εξοχότητά σας θα εκτιμήσει, όπως αρμόζει, το πνεύμα µε το οποίο ενήργησε η γαλλική κυβέρνηση. Είμαι ευτυχής που κατάφερα να τακτοποιήσω την υπόθεση αυτή µε τον τρόπο που σας είχα εκθέσει στο Ακ-Σεχίρ. Εκφράζοντας την προσωπική µου γνώμη σας ζητώ, ως φίλος, να δείξετε υπομονή και εμπιστοσύνη. Είμαι βέβαιος ότι αν επικρατήσει το πνεύμα της μετριοπάθειας που χαρακτήρισε τις συνομιλίες µας, θα καταλήξουμε γρήγορα στην ειρήνη. Το Φεβρουάριο πρόκειται να συνέλθει στο Παρίσι μια διάσκεψη, σε επίπεδο πρωθυπουργών, για να μελετήσει τις δυνατότητες για μια μεσολάβηση που θα ήταν αποδεκτή και από τις δύο πλευρές. Σας παρακαλώ να διαβιβάσετε στην Αυτού Εξοχότητα τον Μουσταφά Κεμάλ, τη διαβεβαίωση της αναλλοίωτης φιλίας µου και να δεχτείτε την έκφραση της βαθιάς µου συμπάθειας»(Μουρέλος 1983, σελ. 265).
Η διάσκεψη πραγματοποιήθηκε, τελικά, στις 22 Μαρτίου σε επίπεδο υπουργών εξωτερικών και αποφασίστηκε η αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία, η αποτροπή αντιποίνων σε βάρος των χριστιανικών μειονοτήτων και ο σχηματισμός ουδέτερης ζώνης στην Θράκη µε υποχώρηση του ελληνικού στρατού πίσω από τη γραµµή Ραιδεστού-Μήδειας. Μη έχοντας άλλα περιθώρια επιλογής, η κυβέρνηση της Αθήνας συµµορφώθηκε µε τις αποφάσεις των Συµµάχων. Η εθνικιστική Τουρκία όμως είχε αποφασίσει να λύσει µε δυναμικό τρόπο τις διαφορές της µε την Ελλάδα. Η ειρήνη, όπως την είχε σχεδιάσει, ερχόταν ως φυσική συνέπεια της εξουδετέρωσης της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας στο μικρασιατικό χώρο. Με την παραχώρησητου πολεμικού υλικού της Κιλικίας, η τύχη της ελληνικής εκστρατείας στη Μικρά Ασία είχε και τυπικά κριθεί, οκτώ μήνες πριν την γνωστή της κατάληξη.
Συνεπώς ο δίκαιος αγώνας των Ελλήνων για την απελευθέρωση της Ιωνίας, ήταν εξαρχής καταδικασμένος: οι ισχυροί τους σύμμαχοι, οι Γάλλοι τους πρόδωσαν νωρίς και οι Άγγλοι είχαν άλλα σχέδια για την περιοχή: χρησιμοποίησαν τους Έλληνες ως μοχλό πίεσης, ανάσχεσης και εξασθένησης, ενάντια στο εθνικιστικό κίνημα των Τούρκων και επέτυχαν τελικά να αφήσουν τη νεοσύστατη τουρκική δημοκρατία ενεργειακά εξαρτημένη, δίχως το πετρέλαιο της Μοσούλης. Το σχέδιο ήταν απλό και συνάμα δολερό: να περιοριστούν οι στρατιωτικές δυνατότητες του Μουσταφά Κεμάλ στον δυσχερή αγώνα του εναντίον των Ελλήνων, (οι Τούρκοι ήταν σε αναταραχή, διενέξεις και πολέμους από το 1908 έως τα τέλη του 1922) και παράλληλα να ενδυναμωθεί στη συνέχεια, ώστε να αποτελέσει ένα «επαρκές φράγμα» απέναντι στους «μπολσεβίκους» Ρώσσους.
Ο προηγούμενος στοχασμός επιβεβαιώνεται μεταξύ άλλων από: την παρότρυνση του Λόρδου Κώρζον, ΥΠΕΞ της Βρετανίας, στη νέα ελληνική κυβέρνηση μετά τις εκλογές του 1920 για παράταση του πολέμου στη Μικρά Ασία (Πασσάς 1932, σελ. 174), την παράδοση στο Μουσταφά Κεμάλ της Ανατολικής Θράκης και των Στενών έναντι της Μοσούλης, την προγενέστερη άρνηση των Άγγλων να συμπράξουν στο οδύσσειο (ίσως και απελπισμένο) εγχείρημα των Ελλήνων για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, το οποίο θα περιόριζε σημαντικά τα περιθώρια, τις επιλογές και τις μελλοντικές κινήσεις του Κεμάλ και πιθανόν θα τον εκβίαζε σε άλλες λύσεις. Αυτή η απόπειρα παρά τα γραφόμενα δεν ήταν ουτοπική, εάν λάβουμε υπόψη μεταξύ άλλων την ισχυρή ελληνική παρουσία στην Ανατολική Θράκη και την κραταιά υπεροχή του ελληνικού πολεμικού ναυτικού έναντι των Τούρκων.
Σύμφωνα με το σκεπτικό και τις στοχεύσεις των Βρετανών, τα οποία θεωρούμε ότι γίνονται στις μέρες μας πλήρως κατανοητά, δεν υπήρχε περίπτωση αντικατάστασης αυτού του σπουδαίου αντιρωσσικού φράγματος από ορθόδοξους λαούς, (Έλληνες, Αρμένιους), ούτε ο κατακερματισμός της περιοχής όπως προέβλεπε η Συνθήκη των Σεβρών, αφήνοντας πρόσφορο έδαφος μελλοντικά στην επίτευξη των ρωσσικών αντικειμενικών σκοπών. Δυστυχώς δεν έγιναν αντιληπτά από πολλές ηγεσίες αυτά τα δόλια σχέδια, τα οποία είχαν ως αφετηρία και σκοπό την απόκτηση ενεργειακών πηγών (παγκόσμιος γεωενεργειακός ανταγωνισμός) – βλ. Karkazis, Vidakis, Baltos (2010), Vidakis & Baltos (2015), Vidakis (2015), Vidakis & Baltos (2013).
Οι Έλληνες πλανήθηκαν, εξαπατήθηκαν και προδόθηκαν από τους δήθεν φίλους και συμμάχους Γάλλους και Άγγλους και υλοποίησαν όχι το δικό τους όραμα, (απελευθέρωση των πληθυσμών από την πολυετή τυραννία) αλλά τον ύπουλο σχεδιασμό της Γηραιάς Αλβιώνος (Bierstadt 1997), βάσει του οποίου αυτή στόχευε στην υφαρπαγή των πετρελαίων της Μοσούλης και γενικότερα της Μεσοποταμίας καθώς και στη συγκρότηση ενός τουρκικού (κοσμικού μεν, πλην όμως μουσουλμανικού) κράτους, διαδόχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ως ικανού φράγματος απέναντι στην ρωσσική επεκτασιμότητα. Αυτήν την άγνοια και την αφέλεια την πλήρωσε κυρίως ο ελληνο-ορθόδοξος πληθυσμός της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης ανεπανόρθωτα και πολλαπλά.
ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Για τη σφαιρικότητα του όλου ζητήματος, παραθέτουμε στη συνέχεια μία μαρξιστική έποψη τουM.N. Roy, με μια σύντομη κριτική της (με πλάγια γραφή): σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, δημοσιευμένη τον Οκτώβριο του 1922xiii, « … το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας [Greater Greece] καταρρέει. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος παραιτήθηκε και πάλι ευγενικά σύμφωνα με τις επιθυμίες των πιστών υπηκόων του και προς όφελος της Ελλάδας που αγαπά τόσο πολύ. Ο Βενιζέλος δεν έχει ακόμη αναλάβει δημόσια τα ηνία της χώρας στα χέρια του, αλλά τραβά τις χορδές πίσω από τη σκηνή. Κρατά τα γραφεία εξωτερικών υποθέσεων και στις δύο πλευρές του αγγλικού καναλιού [the Foreign Offices on both sides of the English channel], από τις συχνές επισκέψεις του, κάθε φορά με νέες και μυστηριώδεις προτάσεις. Ο έξυπνος Κρητικός δεν θα αναλάβει το καθήκον να σώσει την Ελλάδα, εκτός εάν είναι σίγουρος ότι θα έχει τη στρατιωτική υποστήριξη που είναι απαραίτητη για την διατήρηση των ονείρων μιας Μεγάλης Ελλάδας. Αν δεν επέστρεφε στην Αθήνα την επομένη της δεύτερης κατάρρευσης του αντιπάλου του Τίνου, [arch-enemy Tino, εννοεί τον βασιλιά Κωνσταντίνο], ήταν επειδή δεν μπόρεσε να φέρει μαζί του μια άνευ όρων υπόσχεση υποστήριξης από την Κυβέρνηση [Downing Street] του Λονδίνου.
Η νίκη του τουρκικού στρατού ήταν τόσο σαρωτική που η βρετανική κυβέρνηση έπρεπε να σκεφθεί δύο φορές προτού αναθέσει στον Βενιζέλο να ηγηθεί της μεγάλης και αποφασιστικής μάχης του ελληνικού λαού, να κρατήσει τους βάρβαρους Τούρκους εκτός Ευρώπης [to keep the barbarous Turks out of Europe]. Θα επέβαλε στρατιωτικά ενδεχόμενα πολύ σοβαρού χαρακτήρα, τα οποία ο βρετανικός ιμπεριαλισμός δεν θα μπορούσε να διακινδυνεύσει χωρίς κάποια παρανόηση. Αλλά σε αντίθεση με τον αντίπαλό του, ο Βενιζέλος είναι τυχερός που έχει φίλους και στα δύο στρατόπεδα. Είναι πρωταγωνιστής στο Γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών και έχει την εμπιστοσύνη της κλίκας Lloyd George-Churchill, μέσω του Sir Basil Zaharoff. Έτσι μπορεί να παίξει το παιχνίδι από μια πιο συμφέρουσα θέση από τον Κωνσταντίνο, ο οποίος υποφέρει από γαλλική αντιπάθεια.
Προκειμένου να μην χαθεί πλήρως η γαλλική υποστήριξη στον ελληνικό ιμπεριαλισμό, ο Κωνσταντίνος έπρεπε να εγκαταλείψει τον θρόνο του. Μια «Μεγάλη» Ελλάδα υπό τον βασιλέα, θα μπορούσε να βασιστεί μόνο στην βρετανική υποστήριξη, ενώ μια Μεγάλη Ελλάδα υπό τον Βενιζέλο θα μπορούσε να βασιστεί στους δύο ανταγωνιστές της Μάγχης. Ο Βενιζέλος συμμετείχε σ΄ αυτό το παίγνιο και η Κοινή Συμμαχική Σημείωση [Joint Allied Note] της 21ης Σεπτεμβρίου έδειξε τουλάχιστον τη μερική επιτυχία της διπλωματίας του. Ο ανταγωνισμός μεταξύ της γαλλικής και της βρετανικής χρηματοδότησης φαίνεται να περιορίστηκε, ενόψει του φάσματος της υποστήριξης της Τουρκίας από τη Σοβιετική Ρωσσία. Η αόρατη δύναμη πίσω από τον κεμαλικό στρατό φαίνεται να δημιούργησε τρόμο στην καρδιά του γαλλικού κεφαλαίου, που επιζητούσε να μονοπωλήσει την Εγγύς Ανατολή, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του προστάτη της εθνικιστικής Τουρκίας. Το όραμα της Σοβιετικής Ρωσσίας να εδραιώνεται στην Κωνσταντινούπολη αντί για την Αγγλία, δεν ήταν μια πολύ ευχάριστη προοπτική για την Γαλλία, με συνέπεια την διστακτική στάση της τελευταίας: εξ ου και το ξαφνικό ταξίδι του Φρανκλίν Μπουγιόν στην Άγκυρα, για να εξοικειωθεί με τον Κεμάλ σχετικά με το πόσο μακριά θα προχωρούσε μαζί του η γαλλική κυβέρνηση.
Οι ελληνικές δυνάμεις αποθαρρύνθηκαν πλήρως. Τα βρετανικά στρατεύματα στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου ήταν πλήρως ανεπαρκή για να αντισταθούν στην τουρκική προώθηση. Ο δρόμος προς την Κωνσταντινούπολη ήταν ουσιαστικά ανοικτός στο στρατό της Άγκυρας. Ωστόσο, ο Μουσταφά Κεμάλ έπρεπε να σταματήσει και να δηλώσει την προθυμία του να διαπραγματευτεί με τους αντιπάλους του. Ένας στρατηγός γνωρίζει ότι από στρατιωτική άποψη αυτή η πολιτική ήταν αυτοκτονική επειδή έδωσε στον εχθρό χρόνο για να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του. Αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει πριν από δύο εβδομάδες, κατέστη μια θετική αδυναμία. Οι κεμαλικές δυνάμεις δεν ήταν πλέον σε θέση να επιτεθούν στα Στενά και να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη. Γιατί η τουρκική διοίκηση επέτρεψε να συμβεί κάτι τέτοιο; Γιατί άφησαν τους καρπούς της νίκης να περάσουν από τα δάχτυλά τους;
Η απάντηση είναι πολύ απλή για όσους γνωρίζουν ότι τα πιόνια αυτού του παιχνιδιού της Εγγύς Ανατολής ωθούνται από μυστηριώδη χέρια στο Λονδίνο και το Παρίσι. Στον βαθμό που ο Κεμάλ εξαρτιόταν από την επαναστατική κοινωνική δύναμη της τουρκικής αγροτιάς στο κατώφλι της απελευθέρωσης, προχώρησε από τη μία νίκη στην άλλη. Αλλά ως στρατιωτικός δικτάτορας χωρίς καμμία επαναστατική έμπνευση ή προοπτική, ο ίδιος προσέλκυσε τον ζυγό του γαλλικού ιμπεριαλισμού, ανταγωνιστικός με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Έτσι, η νίκη που κέρδισε με το αίμα και τα δεινά της τουρκικής αγροτιάς, απειλήθηκε να ακυρωθεί πρακτικά, και η αντιπαλότητα των δύο ιμπεριαλιστικών ομάδων στις οποίες η αντιπαλότητα του Κεμάλ μετρούσε περισσότερο από την επαναστατική δύναμη της τουρκικής αγροτιάς, θα εξουδετερωθεί ώστε, η θέση του ιμπεριαλισμού ως παγκόσμιου παράγοντα να μπορεί να διατηρηθεί. Αυτό είναι το πραγματικό νόημα της συχνής ανταλλαγής υπομνημάτων, των περιστασιακών απειλών που, ωστόσο, δεν ξεπερνούν τα όρια των απλών απειλών, των διασκέψεων, μυστικών και ανοικτών, στις οποίες η θεαματική τουρκική νίκη και η όχι λιγότερο θεαματική ελληνική κατάρρευση, έχουν περατωθεί».
Φυσικά η αιτιολόγηση από τον συντάκτη της διακοπής της κεμαλικής προέλασης προς την Κωνσταντινούπολη στερείται κάθε λογικής: ο Κεμάλ μπορούσε να καταλάβει σχετικά εύχερα το ασιατικό μέρος των στενών του Βοσπόρου, αλλά δεν είχε καμμία ελπίδα στο να κατορθώσει ο στρατός του να διέλθει το θαλάσσιο πέρασμα. Ορισμένα μόνο πολεμικά πλοία του βρετανικού ναυτικού θα μπορούσαν να τον αποκλείσουν στα ασιατικά παράλια, στερώντας από την επικράτεια της χώρας του όλη την Θράκη με την Αδριανούπολη και την πρωτεύουσα των Οθωμανών, την Κωνσταντινούπολη. Ο Κεμάλ δεν είχε αξιόμαχα πολεμικά πλοία και ως στρατιωτικός γνώριζε καλά την εν λόγω αδυναμία του, καθώς και την επιδίωξη των Βρετανών για την [πετρελαιοφόρα] Μοσούλη.
Συνεχίζοντας με τη μαρξιστική τοποθέτηση, ο συγγραφέας της θεωρεί ότι: «Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης στην Εγγύς Ανατολή μπορεί να είναι το οποιοδήποτε, με πολιτική και ηθική επίπτωση στις χώρες της Ανατολής, όσο και η αξία της Ινδίας παραμένει μεγάλη. Αιχμάλωτος της ιμπεριαλιστικής αντιπαλότητας, ο Κεμάλ μπορεί ακόμα να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την δεσπόζουσα θέση του, η οποία έχει ήδη γίνει στρατιωτικά ανίσχυρη, εκτός εάν έχει το θάρρος να αποκόψει πλήρως από τα αγκυροβόλια της ΔυτικοΕυρωπαϊκής διπλωματίας, των οποίων η φιλία και η υποστήριξη καθορίζονται από την ευκολία των τραπεζιτών και των οικονομικών μεγεθών.
Αλλά το ίδιο το γεγονός, ότι η Ευρύτερη Ελλάδα που δημιουργήθηκε υπό την ευλογία της νικηφόρας Εγκάρδιας Συνεννόησης [Entente] και υποστηρίζεται άνευ όρων από το Λονδίνο έχει γίνει παρελθοντικό, ότι όχι μόνο ολόκληρη η Μικρά Ασία, αλλά και μέρος της Θράκης, θα είναι τουρκικά, ότι ένα ανατολίτικο έθνος δικαίωσε την ικανότητά του να αμφισβητήσει επιτυχώς το δικαίωμα του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού να το καταδικάσει στην διαρκή δουλεία, είναι από μόνα τους μια μεγάλη έμπνευση γι΄ όλους τους λαούς. Για παράδειγμα, μπορεί εύλογα να αναμένεται ότι αυτή η εμπειρία θα πείσει τους Ινδούς Μουσουλμάνους για τη ματαιότητα του τρόπου με τον οποίο έχουν μέχρι τώρα προσπαθήσει να βοηθήσουν στην διατήρηση του Χαλιφάτου [Khilafat]. Η ικανότητα των Τούρκων να αναγκάσουν την Αντάντ να αποκηρύξει ένα τμήμα της Συνθήκης που έχει εγκριθεί από την Κοινωνία των Εθνών [League of Nations], αναμφίβολα θα ενθαρρύνει τους Άραβες του Ιράκ να επαναστατήσουν ενάντια στην υποχρεωτική δικτατορία του Sir Percy Cox – [σ.σ. Ο στρατηγός Sir Percy Zachariah Cox (1864 – 1937) ήταν αξιωματικός του Βρετανικού Ινδικού Στρατού και διαχειριστής του Αποικιακού Γραφείου στη Μέση Ανατολή. Ήταν μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην διαμόρφωση της Μέσης Ανατολής]. Η βρετανική επιρροή στην Περσία είναι ήδη παρελθόν. Η Αίγυπτος βρίσκεται σε κατάσταση χρόνιας εξέγερσης παρά την προδοσία των πολιτικών της ανώτερης τάξης. Αυτή η εξέγερση, η οποία κάπως αποθαρρύνθηκε λόγω της βάναυσης καταστολής και της χρεοκοπίας του αστικού εθνικισμού, δείχνει πάλι σημάδια σθένους. Αυτό είναι γενικά το ηθικό αποτέλεσμα της τουρκικής νίκης. Ωστόσο, υπάρχουν αναμενόμενες βαθύτερες συνέπειες, συνέπειες που θα σηματοδοτήσουν μια ριζική αλλαγή στην προοπτική των επαναστατικών εθνικιστικών στοιχείων στις ανατολικές χώρες, και που μπορεί ακόμη και να μετατρέψουν τον ίδιο τον κοινωνικό χαρακτήρα της εξέγερσης των καταπιεσμένων λαών.
Είναι γνωστό ότι η εθνικιστική Τουρκία υποστηρίχθηκε από τη Σοβιετική Ρωσσία και την Γαλλία, ενώ η Βρετανία στήριξε την Ελλάδα. Η στάση της Γαλλίας στην πρακτική της άρνησης της Συνθήκης των Σεβρών [Sèvres Treaty], ενάντια στην βρετανική αντίθεση, διαμόρφωσε μια πολύ ευνοϊκή εντύπωση στην αστική τάξη στις ανατολικές χώρες. Έτσι, άρχισε να αναβιώνει η παλαιά ιδέα της διασφάλισης της φιλίας των δημοκρατικών εθνών έναντι της καταπίεσης των αρχιμπεριαλιστικών κυβερνήσεων, μια ιδέα που κλονίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την εμπειρία του Παγκόσμιου Πολέμου. Τα απαίσια αποτελέσματα αυτής της ιδέας είναι γνωστά. Άνοιξαν τον δρόμο για την διείσδυση ενός νέου ιμπεριαλισμού που προσπαθεί να αντικαταστήσει τον υφιστάμενο. Η Τουρκία έχει καταστραφεί από αυτόν τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, ενισχυόμενο από τους δικούς της διπλωμάτες και στρατιωτικές κλίκες, που λειτούργησαν θυσιάζοντας τους ανθρώπους στον βωμό της ιμπεριαλιστικής απληστίας, με την ελπίδα να επιδεινώσουν την θέση τους. Το αποτέλεσμα αυτών των εγκληματικών πολιτικών ήταν ο διαχωρισμός της Τουρκίας ως έθνους, και η λαϊκή εξέγερση ενάντια σε αυτόν τον απειλούμενο διαμελισμό, προκάλεσε το σημερινό Εθνικιστικό κίνημα.
Όταν η νεογέννητη εθνικιστική κυβέρνηση στην Άγκυρα αντιτάχθηκε σε όλες τις δυνάμεις της Αντάντ, οι οποίες απειλούσαν να την εκμηδενίσουν, η μόνο υποστήριξη προήλθε από την επαναστατική Ρωσσία. Αλλά πριν από καιρό η Γαλλία βρήκε στην Τουρκία ένα μέσο επίθεσης στην αντίπαλη Βρετανία. Η εκκένωση από τους Γάλλους από τις παραχωρημένες σ΄ αυτούς περιοχές έκανε μεγάλη εντύπωση, αλλά τα πραγματικά στοιχεία που διέπουν τη Συμφωνία της Άγκυρας, που υπέγραψε ο Franklin Bouillon, παρέμειναν άγνωστα στις λαϊκές μάζες. Οι Τούρκοι διανοούμενοι και μιλιταριστές, έως ότου θεωρήσουν πιο επικερδές να συνεργαστούν με τους Πρώσσους συναδέλφους τους, ήταν όλοι Γαλλόφιλοι. Η παραδοσιακή αντιτουρκική πολιτική του εμπορικού ενδιαφέροντος πίσω από τον βρετανικό φιλελευθερισμό, επέτρεψε την είσοδο της γαλλικής χρηματοδότησης στην Τουρκία. Τουλάχιστον το 70% του οθωμανικού χρέους ανήκει στις γαλλικές τράπεζες. Η ανάκτηση αυτού του τεράστιου ποσού δεν ήταν μια πολύ δυσμενής διαπραγμάτευση που έκανε η Γαλλία, σε αντάλλαγμα για τις παραχωρημένες περιοχές, που οδήγησαν σε μια μεγάλη αποστράγγιση του γαλλικού προϋπολογισμού, που υπέφερε χρονικά από ένα μεγάλο έλλειμμα. Τότε οι μεγάλες παραχωρήσεις σιδηροδρόμων και ορυχείων ήταν μια πολύ καλή αρχή για την υπαγωγή όλης της Τουρκίας στην δικτατορία του γαλλικού χρηματοοικονομικού κεφαλαίου.
Έτσι, η γαλλο-τουρκική συμφωνία [Franco-Turkish Agreement] αποτέλεσε τον θάνατο της Συνθήκης των Σεβρών, όσον αφορά στους άλλους νικηφόρους υπογράφοντες, αλλά άνοιξε την εποχή που θα επέτρεπε όλη τη νίκη για την Γαλλία. Η Κυβέρνηση της Άγκυρας αποδέχθηκε αυτήν την όχι τόσο αλτρουιστική φιλία του Παρισιού, πρώτα ως στρατιωτική αναγκαιότητα και στη συνέχεια, ως διπλωματική κίνηση για τρομοκράτηση της Αγγλίας, αλλά ουσιαστικά για να βρει αντίθεση στην ρωσσική προσέγγιση, τις επαναστατικές συνέπειες της οποίας φοβόταν η τουρκική κυρίαρχη τάξη. Η τελευταία φοβόταν ότι θα οδηγήσει την αγροτιά, που αποτελούσε την ραχοκοκαλιά της εθνικιστικής επανάστασης, σε Κυβέρνηση Εργατών και Αγροτών. Αυτός ο φόβος δημιούργησε φυσικά μια δυσπιστία την οποία αντιλήφθηκαν οι Γάλλοι.
Αλλά η παρούσα κρίση έχει αποσαφηνίσει την κατάσταση. Αποκαλύφθηκε η ρηχή γαλλική φιλία. Οι Τούρκοι ηγέτες πρέπει να είναι πολύ ανόητοι, εάν δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει τον πραγματικό ρόλο που θέλουν να έχουν οι Γάλλοι προστάτες τους. Πρέπει να είναι ένα πιόνι στο παιχνίδι που παίζουν οι δύο ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις που βρίσκονται και στις δύο πλευρές του αγγλικού καναλιού. Μόλις η Αγγλία παραδοθεί στα αιτήματα του γαλλικού μιλιταρισμού στην Ευρώπη και για ένα σημαντικό μερίδιο στην οικονομική εκμετάλλευση όλου του κόσμου, η πικρία του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων θα γίνεται λιγότερο έντονη. Κατά συνέπεια, οι Τούρκοι διατάσσονται να σταματήσουν, εγκαταλείποντας έτσι τις πιθανότητες μιας σίγουρης νίκης. Αυτό ήταν ακριβώς το μήνυμα που ο Φράνκλιν Μπουγιόν έφερε στον Κεμάλ και τον ώθησε να παραδώσει στην Εθνοσυνέλευση στην Άγκυρα, η οποία εκφοβίστηκε για να δηλώσει υπέρ της διαπραγμάτευσης, όταν ήταν σίγουρη η στρατιωτική νίκη. Αν το μήνυμα αυτό είχε αγνοηθεί, εάν οι Τούρκοι είχαν τολμηρή θέση στο να ενεργήσουν αντίθετα με τις επιταγές των φίλων τους από το Παρίσι, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν την ενωμένη αντιπολίτευση της Αντάντ, η οποία στην ευρωπαϊκή πολιτική έχει πεθάνει και ταφεί πολλές φορές.
Το επαναστατικό στοιχείο μεταξύ των καταπιεσμένων λαών της Ανατολής είναι βέβαιο ότι θα γνωρίσει ένα σπουδαίο μάθημα απ΄ αυτό το γεγονός. Θα μάθουν για το μεγάλο τους πλεονέκτημα ότι ο ιμπεριαλισμός δεν περιορίζεται στα σύνορα αυτού ή εκείνου του έθνους, ότι κανένα συγκεκριμένο έθνος δεν είναι ενστικτωδώς ιμπεριαλιστικό και ότι ο ιμπεριαλισμός είναι ένα οικονομικό φαινόμενο διεθνούς μεγέθους.
Η δήλωση της Αμερικής ότι θα σταθεί με τους Συμμάχους για την υπεράσπιση των Στενών και θα αναλάβει την ιερή αποστολή της προστασίας των χριστιανικών μειονοτήτων από τους τρομερούς Τούρκους συμπληρώνει την εικόνα. Υπάρχει αντιπαλότητα μεταξύ των διαφόρων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σχετικά με την κατανομή των λαφύρων, αλλά στο ζήτημα της λεηλασίας [plunder] όλοι αλληλοϋποστηρίζονται. Διότι για παράδειγμα, μια άνευ όρων γαλλική υποστήριξη προς τον τουρκικό εθνικιστικό σκοπό θα αποτελούσε πρόκληση για τα δικαιώματα του ιμπεριαλισμού, ο οποίος αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της γαλλικής και της βρετανικής πολιτικής. Οι λαοί της Ανατολής θα μάθουν από αυτά τα πικρά μαθήματα και τις απογοητεύσεις ότι η εθνική τους ελευθερία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ευνοϊκά από κάποιο συγκεκριμένο μέλος της συμμορίας των ληστών. Είναι μόνο η ευρωπαϊκή εργατική τάξη, της οποίας η εμπροσθοφυλακή έχει κρατήσει το έμβλημα της επανάστασης μπροστά σε μια συντονισμένη ιμπεριαλιστική αντιπολίτευση, που μπορεί να είναι αληθινός φίλος της ελευθερίας των καταπιεσμένων λαών, επειδή η ευημερία και των δύο εξαρτάται από την καταστροφή του ιμπεριαλισμού. Η ανώτερη ηγεσία του εθνικισμού δεν αμφισβητεί τον ιμπεριαλισμό. Η αντίθεσή της είναι εναντίον του ενός ή του άλλου. Ως εκ τούτου, αναπόφευκτα ενεργούν ως όργανα στα χέρια ενός ή του άλλου στρατοπέδου της ιμπεριαλιστικής διπλωματίας.
Η τουρκική νίκη μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο όταν ο τουρκικός λαός θα αναγκάσει τους ηγέτες του να κατανοήσουν την αναγκαιότητα να εγκαταλείψουν τις συναλλαγές με τους ενδιαφερόμενους ιμπεριαλιστικούς διπλωμάτες και να στηριχθούν με τόλμη στην φιλία της Επαναστατικής Ρωσσίας.
Το ίδιο ισχύει και για τους υπόλοιπους λαούς της Ανατολής, οι οποίοι θα μάθουν πολλά από την τουρκική εμπειρία».
Η ανάλυση αυτή πάσχει σημαντικά και σε πολλά σημεία: απουσιάζει η ερμηνεία του σκεπτικού και των σκοπών του Κεμάλ, η αμφιταλάντευσή του μεταξύ των Ρώσσων μπολσεβίκων και των ιμπεριαλιστών της Δύσης και η εκμετάλλευση της αντιπαλότητάς τους, η μονοπώληση της πολιτικής του δύναμης, η επαύξηση της στρατιωτικής του ισχύος, οι γενοκτονίες των μειονοτήτων της χώρας, η αλληλοσύνδεση της γεω-ιστορίας του τόπου με την γεωπολιτική και την γεωοικονομία. Είναι εμφανής η έλλειψη της παρουσίασης της κύριας στόχευσης της τουρκικής ελίτ, καθώς και η προώθηση μιας παντουρκιστικής προσέγγισης με την παράλληλη αφάνιση των άλλων λαών και εθνοτήτων. Επίσης δεν εξηγείται η εθνική πολιτική αφύπνιση των Αράβων, απέναντι στον Οθωμανικό ζυγό και τον Κεμαλικό εθνικισμό. η δολοφονία της ηγεσίας του Τουρκικού Κομμουνιστικού Κόμματος και η αποσιώπησή της από τους Σοβιετικούς, κ.α. Η μπολσεβίκικη Ρωσσία προσέγγισε τον Μουσταφά Κεμάλ βιαστικά και εσφαλμένα, παρέχοντάς του συνδρομή και δυνατότητες να διαπραγματευθεί την γεωγραφική θέση της χώρας του, δίχως η ηγεσία της να αντιλαμβάνεται ότι η Τουρκία θα μεταβαλλόταν τελικά σε αντισοβιετικό φράγμα, (γεωπολιτική πλάνη και γεωενεργειακή τύφλωση).
Πρόσθετα στην εν λόγω προσέγγιση δεν μνημονεύεται η Συνθήκη του Ραπάλλο [Treaty of Rapallo], η συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ της Γερμανίας, (Δημοκρατία Βαϊμάρης) και της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 1922 στην ιταλική κωμόπολη του Ραπάλλο, (κοντά στην Γένοβα). Η Συνθήκη υπογράφηκε στο περιθώριο της Συνδιάσκεψης της Γένοβας, (10 Απριλίου έως 19 Μαΐου 1922), με αντιπροσώπους από 34 κράτη. Σε αυτήν καταβλήθηκαν προσπάθειες να αποκατασταθούν οι εμπορικές και οικονομικές σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, που είχαν δοκιμαστεί κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Ραπάλλο, Γερμανία και Σοβιετική Ένωση, συμφώνησαν στην εξομάλυνση των διπλωματικών τους σχέσεων και “να συνεργαστούν στα πλαίσια αμοιβαίας καλής θέλησης, ώστε να καλύψουν τις οικονομικές ανάγκες των δύο χωρών”. Έτσι, άρθηκε η διπλωματική απομόνωση των δύο χωρών, που είχε επέλθει τόσο από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και από την άνοδο των Μπολσεβίκων στην εξουσίαxiv.
Χάρτης 6: Συρία & Λίβανος 1923
Πηγή: https://understandhistorynow.files.wordpress.com/2011/06/mainmap.gif
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Από τον Μάιο του 1919 οι Τούρκοι εθνικιστές με τον Μουσταφά Κεμάλ, αψήφησαν τις αποφάσεις των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και οργάνωσαν αντίσταση σε τέσσερα μέτωπα: ανατολικά, (εναντίον Αρμενίων), νότια, (εναντίον Γάλλων και Αρμενίων της Κιλικίας), δυτικά, (εναντίον Ελλήνων και Βρετανών), βόρεια, (εναντίον αυτονομιστών Ελλήνων ανταρτών στον Πόντο). Οι Τούρκοι ανέλαβαν την πρωτοβουλία των κινήσεων σε πολιτικό και επιχειρησιακό επίπεδο: εκμεταλλεύθηκαν την πρόσκαιρη, αλλά και τραγική αδράνεια των Ελλήνων και των Συμμάχων, κατέπνιξαν κάθε εσωτερική διαφωνία και αντιπολίτευση, αξιοποίησαν επιτήδεια τους μπολσεβίκους, το συμμαχικό ανταγωνισμό και το φόβητρο της ρωσσικής επανάστασης. Οι Έλληνες δεν αξιοποίησαν τη ναυτική τους ισχύ και υπεροχή, τα στρατιωτικά διδάγματα της ιστορίας, (βλ. για παράδειγμα την πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον των Περσών), και η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, περιόρισε το διπλωματικό τους οπλοστάσιοxv. Οι Τούρκοι εθνικιστές στράφηκαν πρώτα κυρίως ανατολικά, εναντίον των Αρμενίων: καθώς οι Αρμένιοι είχαν ήδη σφαγιαστεί ή/και εκδιωχθεί από τις εστίες τους, με την επίδραση και άλλων παραγόντων, τους νίκησαν εύκολα. Με τους Ιταλούς δεν χρειάστηκαν ουσιαστικά να συγκρουστούν, καθώς τους έστρεψαν κατά των Ελλήνων για την πολύτιμη Σμύρνη. Οι Βρετανοί δεν είχαν αρκετές δυνάμεις στην Τουρκία, ενώ τους ενδιέφεραν κυρίως οι πετρελαιοφόρες περιοχέςxvi. Ο Κεμάλ στη συνέχεια κατευθύνθηκε νότια στην Κιλικία, όπου και πάλι ο πληθυσμός των Αρμενίων είχε γνωρίσει σφαγές και διωγμούς, και επιτήδεια εκβίασε μια συμφωνία με τους Γάλλους, η οποία παρουσιάστηκε στο κείμενο αυτό.
Το αρχικό γαλλικό κείμενο της γαλλο-τουρκικής συμφωνίας του 1921, μεταφράστηκε στα αγγλικά, (πρωτότυπο κείμενο στην τουρκική δεν υπήρξε), και τα δύο κείμενα δημοσιεύθηκαν ως κοινοβουλευτικό έγγραφο από την βρετανική κυβέρνηση το ίδιο έτος, (βλ. Παράρτημα Α΄ και http://www.hri.org/docs/FT1921/Franco-Turkish_Pact_1921.pdf). Η συμφωνία υπογράφηκε από τους Franklin-Bouillon και Yussuf Kemal στην Άγκυρα στις 20 Οκτωβρίου 1921 και περιλάμβανε δεκατρία (13) άρθρα, με συνημμένη μια επιστολή του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Yussuf Kemal προς τον πρώην υπουργό Franklin-Bouillon με ην ίδια ημερομηνία. Σχετικά με αυτήν τη συνθήκη, ανταλλάχθηκε αλληλογραφία μεταξύ της Βρετανικής και της Γαλλικής Κυβέρνησης, μεταξύ 5 Νοεμβρίου 1921 και 15 Δεκεμβρίου 1921, [βλ. και http://www.hri.org/docs/FT1921/Franco-British_correspondence.pdf] και δημοσιεύθηκε ως κοινοβουλευτικό έγγραφο. Παρέχει μια ερμηνεία των άρθρων της Γαλλο-Τουρκικής Συμφωνίας και αντιμετωπίζει τις βρετανικές ανησυχίες σχετικά με τη Συμφωνία, συγκρούσεις με παλαιότερες συνθήκες, επιπτώσεις για τις μειονότητες στη Μικρά Ασία, κ.α.xvii
Όταν η Γαλλία ανέλαβε την ευθύνη για την διοίκηση της Κιλικίας, μιας αναμφίβολα ταραχώδους περιοχής, έπρεπε να προβλέψει τις επερχόμενες επιπλοκές, συνειδητοποιώντας την αδυναμία της να μπορέσει να την ελέγξει και να την διατηρήσει στην κατοχή της. Παρασύρθηκε από τον άκρατο ανταγωνισμό που είχε µε την Βρετανία στην προσάρτηση όσο το δυνατόν περισσοτέρων εδαφών της Μικράς Ασίας, χωρίς να έχει και την κατάλληλη στρατιωτική και οικονομική υποδομή για να τα διατηρήσει. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να τονιστεί ότι την εποχή εκείνη είχε δημιουργηθεί από τις δύο ∆υνάμεις μια «πελατεία» που εξυπηρετούσε επί τόπου τα συμφέροντά τους. Το γεγονός αυτό τους οδήγησε ακόμη περισσότερο στη σκέψη της προσέγγισης µε τις εμπλεκόμενες χώρες, µε σκοπό την απόκτηση περισσοτέρων οφελών και την διατήρηση των κεκτημένων. Έτσι, η εκκρεμότητα της Κιλικίας ήταν µια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Γαλλία να προσεγγίσει το κεµαλικό κίνημα, την ανερχόμενη δύναμη στην Εγγύς Ανατολή, καθώς ήδη από το 1919 το ενδιαφέρον των Άγγλων ήταν στραµµένο προς την Ελλάδα. Η γαλλική κυβέρνηση χειρίστηκε την όλη υπόθεση µε µεγάλη διπλωματική οξυδέρκεια, παρά τις επιμέρους αβλεψίες και αδεξιότητες. Στο τέλος αυτής της προσπάθειας βρέθηκε ως κύριος ρυθμιστής των εξελίξεων στην περιοχή της Μικράς Ασίας.
Η πραγματοποίηση αυτής της προσέγγισης ουσιαστικά οφείλεται στην προσπάθεια τριών προσώπων: του Briand, [που υποστήριξε σθεναρά την προσέγγιση µε τους Κεµαλικούς λόγω των οικονομικών πλεονεκτημάτων που θα επιτυγχάνονταν, εγκαινιάζοντας παρασκηνιακές διαβουλεύσεις µε την αποστολή του Franklin Bouillon στην Άγκυρα για να διασφαλίσει την επιτυχή έκβαση της προσπάθειας], του Κεµάλ, [που παρέμεινε πιστός στο όραμά του για ουσιαστική προσέγγιση και αναγνώριση του εθνικιστικού κινήματος από τις Μεγάλες ∆υνάµεις της ∆ύσης, παρόλα τα εμπόδια που πρόβαλε η σοβιετόφιλη παράταξη], του Franklin Bouillon, [ο οποίος χειρίστηκε την όλη υπόθεση µε επιτηδειότητα, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες δίχως να έχει την έγκριση της κυβέρνησης που εκπροσωπούσε και είχε τη σημαντικότερη συμβολή στην τελική επίτευξη της προσέγγισης].
Η υπογραφή του γαλλο-τουρκικού συμφώνου ουσιαστικά αναγνώριζε το κεµαλικό κίνημα ως εγγυήτρια δύναμη στην ∆ύση, ενώ, παράλληλα, στο στρατιωτικό τομέα έδινε την δυνατότητα στον κεµαλικό στρατό να αποδεσμεύσει µεγάλο µέρος των δυνάμεων του από το μέτωπο της Κιλικίας και ταυτόχρονα να αποκτήσει σημαντικό πολεμικό υλικό, γεγονός που ανέτρεψε την ισορροπία των δυνάμεων και επέτρεψε στους Τούρκους να εξαπολύσουν την τελική επίθεση εναντίον των ελληνικών δυνάμεων λίγους μήνες αργότερα.
Ουσιαστικά η επιλογή της Γαλλίας να χρησιμοποιήσει την κεµαλική Τουρκία ως φορέα για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής έφερε σε µεγάλο διπλωματικό αδιέξοδο και απομόνωση την ελληνική κυβέρνηση και μάλιστα σε μια κρίσιμη περίοδο. Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι η Γαλλία δεν ακολούθησε αυτήν την πολιτική εξαρχής και µε ειλικρινείς διαθέσεις προς τους επαναστάτες Τούρκους. Η διπλωματία της ήταν προσανατολισμένη σε µία προσπάθεια να αντλήσει θετικά αποτελέσματα από οποιαδήποτε τροπή των πραγμάτων, παίζοντας συγχρόνως σε διάφορα μοτίβα και ανάλογα µε την εξέλιξη του μετώπου των στρατιωτικών επιχειρήσεων µε τους Έλληνες. Η οριστική απομόνωση της Ελλάδας επήλθε µε την αναθέρμανση των γαλλο-βρετανικών σχέσεων το Νοέμβριο του 1921, ταυτόχρονα µε µια απρόσμενη σύμπτωση απόψεων των δύο ∆υνάµεων στα ελληνο-τουρκικά, γεγονός που οφείλεται ουσιαστικά στη μετατόπιση του επίκεντρου ενδιαφέροντος, την εποχή εκείνη, από την Εγγύς Ανατολή στην κεντρική Ευρώπη. Ξαφνικά, στις αρχές του 1922 Έλληνες και Τούρκοι αφέθηκαν να ρυθμίσουν µόνοι τους τις διαφορές τους, αφού όμως πρώτα οι Κεμαλικοί είχαν ενισχυθεί σε πολύ µεγάλο βαθμό. Συνέπεια αυτού ήταν η μαζική φυγή του χριστιανικού πληθυσμού από την Κιλικία και αργότερα η γενικότερη έξοδος και ο ξεριζωμός όλου του ελληνικού στοιχείου από τη Μικρά Ασία, έπειτα από πολλές εκατοντάδες χρόνια.
Τελικά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η επίτευξη της γαλλο-τουρκικής προσέγγισης είχε περισσότερο διπλωματικό παρά στρατιωτικό βάρος, γιατί ήδη οι Τούρκοι τροφοδοτούνταν µε πολεμικό υλικό, σε μεγάλες ποσότητες, από τη Σοβιετική Ένωση. Στο πολιτικό επίπεδο όμως επετεύχθη η διάσπαση του συµµαχικού συνασπισμού µε την επίσημη αναγνώριση του κεμαλικού κινήματος από µια ∆ύναµη της ∆ύσης, µε αποτέλεσμα οι Τούρκοι να επιστρέψουν στο μέτωπο µε αναπτερωμένες τις ελπίδες τους για την τελική τους επικράτηση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Βιδάκης Ιωάννης, (2016). «Ασφάλεια Ενεργειακών Δικτύων στην Ανατολική Μεσόγειο», Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Ναυτιλίας & Επιχειρηματικών Υπηρεσιών, Σχολή Επιστημών της Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Χίος
– Κορμά Λένα, (2015). «Κινητικότητες, Ταυτότητες και Κρατική Πολιτική: Έλληνες Χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Συρία και τον Λίβανο, 1921-1923», σελ. 99-113
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/deltiokms/article/viewFile/2702/2467https://www.britannica.com/event/Treaty-of-Ankara
- Μουρέλος Γ. Γιάννης, (1983). «Η Γαλλοτουρκική προσέγγιση του 1921. Το Σύμφωνο Franklin-Bouillon και η εκκένωση της Κιλικίας», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 4 (1983), σ. 211-276
- Μπάλτος Γεώργιος & Βιδάκης Ιωάννης, (2020). «Ο ΕΧΘΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΜΑΣ – ΝΕΟΟΘΩΜΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΚΤΟΥΡΚΙΣΜΟΣ», εκδ. Ινφογνώμων
- Πασσάς Ιωάννης, (1932). «Η Αγωνία ενός Έθνους», αφηγήσεις του πρώην Αρχιστρατήγου του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Αία, Αναστασίου Παπούλα, Τόμος Γ΄, εκδ. τρίτη, Αθήνα
- Σίψας Ιωάννης, Αντισυνταγματάρχης (ΜΧ), «Στρατιωτικές Εφαρμογές και Επιπτώσεις του Συμφώνου Franklin-Bouillon–Κεμάλ»,
http://www.army.gr/sites/default/files/stratiotikes_efarmoges_epiptoseis_symfonoy_franklin_bouillon_kemal.pdf
– Χόρτον Νάνσυ, ομιλία με θέμα: «Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ», αναρτήθηκε: 27/01/2012, http://www.enromiosini.gr/arthrografia/h-prodosia-ton-megalon-dunameon-pou-pr/
http://www.hri.org/docs/FT1921/
- Alobeid Aref, (2018). «ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΣΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑΣ», εκδ. ΗΡΟΔΟΤΟΣ
- Bierstadt Edward Hale, (1997). «Η Μεγάλη Προδοσία, Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μικρασιατική Καταστροφή και στη Συνθήκη της Λωζάννης», μετάφρ. Κασσεσιάν Γρ. Ιωσήφ, εκδ. Λιβάνης
- Churchill Winston, (1929). «The Aftermath (The World Crisis: 1918-1928)», Macmillan
- Karkazis John, Vidakis Ioannis and Baltos George, (2010, April). «Geoenergy – A new reading of the world», Hellenic Defence & Technology, issue 03
- – S. E. Keer, (1973). «THE LIONS OF MARASH, PERSONAL EXPERIENCES WITH AMERICAN NEAR EAST RELIEF», SUNY Press
- – A. Mango, (1999). «ATATURK, THE BIOGRAPHY OF THE FOUNDER OF MODERN TURKEY», Woodstock and New York
- Vidakis Ioannis and Baltos George, (2015). “Security Aspects of ‘Geoenergeia’ and the Significance of Energy Resources Management in International Politics”. Geopolitics of Energy. March 2015, Vol.37, Issue 3
- Vidakis Ioannis, (2015). «THE ORIGINS OF ENERGY SECURITY: BRITISH ENERGY POLICY IN THE MIDDLE EAST», (International Congress on Energy Security in Eastern Mediterranean Region), Μερσίνα Τουρκίας, (14-16/12/2013)], «Sosyoekonomi», του «Center for Market Economics and Entrepreneurship of Hacettepe University», τ. 23(25)
- Vidakis Ioannis and Baltos George, (2013). «The Energy Security and Greece», DYROS
http://www.hri.org/docs/FT1921/Franco-Turkish_Pact_1921.pdf
http://www.hri.org/docs/FT1921/Franco-British_correspondence.pdf
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄
ΕΞΩΦΥΛΛΑ
TURKEY, No. 1 (1922).
CORRESPONDENCE
BETWEEN
HIS MAJESTY’S GOVERNMENT AND
THE FRENCH GOVERNMENT
RESPECTING
THE ANGORA AGREEMENT OF
OCTOBER 20. 1921.
Presented to Parliament by Command of His Majesty.
LONDON:
PRINTED AND PUBLISHED BY
HIS MAJESTY’S STATIONERY OFFICE.
To be purchased through any Bookseller or directly from
- M. STATIONERY OFFICE at the following addresses:
IMPERIAL HOUSE KINGSWAY LONDON, W. C. 2, and
- ABIXGDON STREET, LONDON, S.W.1;
37, PETER STREET. MANCHESTER;
- ST. AVDREW’S CRESCENT, CARDIFF;
23, FORTH STREET, EDINBURGH;
ΟR FROM
EASON & SON LTD., 40 & 41 LOWER SACKVILLE STREET, DUBLIN
1921
[Cmd. 1570] Price 9d. Net.
Πηγή: http://www.hri.org/docs/FT1921/Franco-British_correspondence.pdf
TURKEY No. 2 (1921).
DESPATCH
His Majesty’s Ambassador at Paris,
ENCLOSING THE
Frankco ־ Turkish Agreement signed at
Angora on October 20, 1921
President to Parliament my Command of His Majesty.
LONDON:
PRINTED AND PUBLISHED BY
HIS MAJESTY’S STATIONERY OFFICE.
To be purchased through any Bookseller or directly from
- M. STATIONERY OFFICE at the following address
imperial HOUSE KINGSWAY LONDON, W.C. 2, and
- ABIXGDON STREET, LONDON, S.W.1;
37, PETER STREET. MANCHESTER;
- ST. AVDREW’S CRESCENT, CARDIFF;
23, FORTH STREET, EDINBURGH;
ΟR FROM
EASON & SON LTD., 40 &41 LOWER SACKVILLE STREET, DUBLIN
1921
[Cmd. 1556] Price 3d. Net.
Πηγή: http://www.hri.org/docs/FT1921/Franco-Turkish_Pact_1921.pdf
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β΄
ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Αποστολή από τον Πρέσβη της Αυτού Μεγαλειότητας στο Παρίσι, επισυνάπτοντας την Γαλλο-Τουρκική Συμφωνία που υπεγράφη στην Άγκυρα στις 20 Οκτωβρίου 1921.
Νο. 1.
Λόρδος Hardinge στον Μαρκήσιο Curson του Kedleston. – (Ελήφθη 1 Νοεμβρίου)
Ο Πρέσβης της Αυτού Μεγαλειότητας στο Παρίσι υποβάλει τα σέβη του στον Υπουργό Εξωτερικών της Αυτού Μεγαλειότητας, και έχει την τιμή να διαβιβάσει μαζί αντίγραφο της συμφωνίας μεταξύ του M. Franklin-Bouillon και της Κυβέρνησης της Άγκυρας με αναφορά στην Κιλικία με ημερομηνία 20 Οκτωβρίου, με αντίγραφο επιστολής που απευθύνεται στη Μ. Franklin-Bouillon από τον Υπουργό Εξωτερικών της Κυβέρνησης της Άγκυρας την ίδια ημερομηνία.
Παρίσι, 30 Οκτωβρίου 1921.
[Ακολουθεί το κείμενο της συμφωνίας στην γαλλική γλώσσα και μετάφρασή του στην αγγλική]
Επισυναπτόμενο 1.
Συμφωνία που υπεγράφη στην Άγκυρα στις 20 Οκτωβρίου 1921, μεταξύ του M. Franklin–Bouillon, πρώην υπουργού και του Yussuf Kemal Bey, Υπουργού Εξωτερικών της Κυβέρνησης της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας.
ΑΡΘΡΟ 1.
Τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη δηλώνουν ότι από την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας συμφωνίας η μεταξύ τους κατάσταση πολέμου θα παύσει· τα στρατεύματα, οι πολιτικές αρχές και ο λαός θα ενημερωθούν σχετικά, άμεσα.
ΑΡΘΡΟ 2.
Μόλις υπογραφεί η παρούσα συμφωνία, οι αντίστοιχοι αιχμάλωτοι πολέμου, καθώς και όλοι οι Γάλλοι και Τούρκοι που κρατούνται ή είναι φυλακισμένοι, θα απελευθερωθούν και με έξοδα του μέρους που τους κρατούσε θα μετακινηθούν στην πλησιέστερη πόλη που θα διατεθεί γι΄ αυτό το σκοπό. Το όφελος αυτού του άρθρου επεκτείνεται σε όλους τους κρατούμενους και τους φυλακισμένους και των δύο μερών, ανεξάρτητα από την ημερομηνία και τον τόπο κράτησης, την φυλάκιση ή τη σύλληψη.
ΑΡΘΡΟ 3.
Εντός μέγιστου χρονικού διαστήματος δύο μηνών από την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας συμφωνίας, τα τουρκικά στρατεύματα αποσύρονται προς τα βόρεια και τα γαλλικά στρατεύματα στα νότια της γραμμής που ορίζεται στο άρθρο 8.
ΑΡΘΡΟ 4.
Η εκκένωση και η κατοχή που θα πραγματοποιηθεί εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 3 θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με έντυπο που θα αποφασιστεί με αμοιβαία συμφωνία, από μικτή επιτροπή που θα διοριστεί από τους στρατιωτικούς διοικητές των δύο μερών.
ΑΡΘΡΟ 5.
Η πλήρης αμνηστία χορηγείται από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη στις εκκενούμενες περιοχές, αμέσως μετά την εκ νέου κατάκτησή τους.
ΑΡΘΡΟ 6.
Η κυβέρνηση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας δηλώνει ότι τα δικαιώματα των μειονοτήτων που αναγνωρίζονται επίσημα στο Εθνικό Σύμφωνο θα επιβεβαιωθούν από αυτήν, στην ίδια βάση με αυτήν που καθιερώθηκε από τις συνομιλίες σχετικά με αυτό το θέμα μεταξύ των δυνάμεων της Αντάντ [Entente], των εχθρών τους και φυσικά των Συμμάχων τους.
ΑΡΘΡΟ 7.
Θα θεσπιστεί ειδικό διοικητικό καθεστώς για την περιφέρεια της Αλεξανδρέττας [Alexandretta]. Οι Τούρκοι κάτοικοι αυτής της περιοχής θα απολαμβάνουν κάθε ευκολία για την πολιτιστική τους ανάπτυξη. Η τουρκική γλώσσα θα έχει επίσημη αναγνώριση.
ΑΡΘΡΟ 8.
Η γραμμή που αναφέρεται στο άρθρο 3 είναι σταθερή και καθορισμένη ως εξής:
Η μεθοριακή γραμμή θα ξεκινά από ένα σημείο που θα επιλεγεί στον κόλπο της Αλεξανδρέττας αμέσως στα νότια της τοποθεσίας Payas και θα προχωρήσει γενικά προς Meidnn-Ekbez (αφήνοντας τον σιδηροδρομικό σταθμό και την τοποθεσία στη Συρία)· από εκεί θα στραφεί προς τα νοτιοανατολικά, ώστε να αφήσει την τοποθεσία Marsovh στη Συρία και εκείνη της Karnaba, καθώς και την πόλη Killis στην Τουρκία· από εκεί θα συναντήσει τη σιδηροδρομική γραμμή στο σιδηροδρομικό σταθμό του Choban-bey. Στη συνέχεια, θα ακολουθήσει τον Σιδηρόδρομο της Βαγδάτης [Bagdad Railway], του οποίου η διαδρομή έως τη Nisibin θα παραμείνει στην τουρκική επικράτεια· από εκεί θα ακολουθήσει τον παλαιό δρόμο μεταξύ Nisibin και Jeziret.-ibn-Omar όπου θα συναντήσει τον Τίγρη. Οι τοποθεσίες Nisibin και Jeziret.-ibn-Omar καθώς και ο δρόμος θα παραμείνουν τουρκικά· αλλά οι δύο χώρες θα έχουν τα ίδια δικαιώματα για την χρήση αυτού του δρόμου.
Οι σταθμοί και οι πλευρές του τμήματος μεταξύ Choban-bey και Nisibin θα ανήκουν στην Τουρκία ως τμήματα της γραμμής του σιδηροδρόμου.
Μια επιτροπή που θα περιλαμβάνει εκπροσώπους των δύο μερών θα συγκροτηθεί εντός περιόδου ενός μηνός από την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας, για τον καθορισμό της προαναφερόμενης γραμμής. Αυτή η επιτροπή θα ξεκινήσει την εργασία της εντός της ίδιας περιόδου.
ΑΡΘΡΟ 9.
Ο τάφος του Σουλεϊμάν Σαχ [Suleiman Shah], παππού του Σουλτάνου Οσμάν, ιδρυτή της οθωμανικής δυναστείας (γνωστός ο τάφος με τ΄ όνομα «Turk Mezari»), που βρίσκεται στο Jaber-Kalesi, θα παραμείνει, με τα στοιχεία του, ιδιοκτησία της Τουρκίας, που μπορεί να διορίσει φρουρά και μπορεί να ανυψώσει την τουρκική σημαία εκεί.
ΑΡΘΡΟ 10.
Η κυβέρνηση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας συμφωνεί με τη μεταφορά της παραχώρησης του τμήματος του Σιδηροδρόμου της Βαγδάτης μεταξύ Bozanti και Nisibin, καθώς και των διαφόρων γραμμών που κατασκευάστηκαν στο βιλαέτι των Αδάνων [vilayet of Adana] σε μια γαλλική ομάδα που θα οριστεί από την Γαλλική Κυβέρνηση, με όλα τα δικαιώματα, προνόμια και πλεονεκτήματα που συνδέονται με τις παραχωρήσεις, ιδίως όσον αφορά στην εργασία και στην κυκλοφορία.
Η Τουρκία θα έχει το δικαίωμα να μεταφέρει στρατεύματα με σιδηρόδρομο από το Meidan-Ekbez στο Choban-bey στα σύνορα της Συρίας και η Συρία θα έχει το δικαίωμα να μεταφέρει στρατεύματα με σιδηρόδρομο από το Choban-bey στο Nisibin στα τουρκικά σύνορα.
Κατ’ αρχήν δεν επιβάλλεται διαφορετικό τιμολόγιο σε αυτό το τμήμα και σε αυτές τις γραμμές. Ωστόσο, σε περίπτωση που προκύψει περίπτωση, οι δύο κυβερνήσεις διατηρούν το δικαίωμα να εξετάσουν με αμοιβαία συμφωνία τυχόν απόκλιση από αυτόν τον κανόνα που ενδέχεται να καταστεί απαραίτητη.
Σε περίπτωση αποτυχίας, κάθε μέρος θα συνεχίσει την ελευθερία δράσης του.
ΑΡΘΡΟ 11.
Μεικτή επιτροπή θα συγκροτηθεί μετά την επικύρωση της παρούσας συμφωνίας με σκοπό τη σύναψη Τελωνειακής Σύμβασης [Customs Convention] μεταξύ Τουρκίας και Συρίας. Οι όροι και επίσης η διάρκεια αυτής της Σύμβασης θα καθοριστούν από αυτήν την επιτροπή. Μέχρι τη σύναψη της προαναφερθείσας Σύμβασης, οι δύο χώρες θα διατηρήσουν την ελευθερία δράσης τους.
ΑΡΘΡΟ 12.
Τα νερά του Kuweik θα κατανέμονται μεταξύ της πόλης Χαλέπι [Aleppo] και της περιοχής στα βόρεια που παραμένει Τουρκική, κατά τρόπο που να αποφέρει δίκαιη ικανοποίηση στα δύο μέρη.
Η πόλη του Χαλεπιού μπορεί επίσης να διοργανώσει, με δικά της έξοδα, παροχή νερού από τον Ευφράτη στην τουρκική επικράτεια προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της περιοχής.
ΑΡΘΡΟ 13.
Οι κάτοικοι, είτε είναι εγκατεστημένοι, είτε είναι ημι-νομαδικοί, που απολαμβάνουν δικαιώματα βοσκής ή που κατέχουν περιουσία από τη μία ή την άλλη πλευρά της γραμμής που ορίζεται στο άρθρο 8 θα συνεχίσουν να ασκούν τα δικαιώματά τους όπως στο παρελθόν. Θα είναι σε θέση, για το σκοπό αυτό, ελεύθεροι και χωρίς την καταβολή δασμού τελωνείου ή βοσκής ή άλλου φόρου. Για τη μεταφορά από τη μία πλευρά στην άλλη της γραμμής, των κοπαδιών τους, των εργαλείων τους, των σπόρων τους, και των γεωργικών τους προϊόντων, είναι πλήρως κατανοητό ότι θα ευθύνονται για την πληρωμή των τελών και των φόρων που οφείλονται στην χώρα όπου κατοικούν.
Επισυναπτόμενο 2.
Yousuf Kemal Bey προς κ. Franklin-Bouillon
Εξοχότατε, Άγκυρα, 20 Οκτωβρίου 1921.
Είμαι χαρούμενος με την ελπίδα ότι η συμφωνία που συνήφθη μεταξύ της Κυβέρνησης της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας και της Κυβέρνησης της Γαλλικής Δημοκρατίας με σκοπό την επίτευξη οριστικής και διαρκούς ειρήνης θα έχει ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση και εδραίωση των στενών σχέσεων που υπήρχαν στο παρελθόν μεταξύ των δύο εθνών, η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας προσπαθεί να διευθετήσει με πνεύμα εγκάρδιας συμφωνίας, χωρίς τα ζητήματα που σχετίζονται με την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της Τουρκίας.
Η Κυβέρνηση της Μεγάλης Συνέλευσης, που επιθυμεί από την πλευρά της να προωθήσει την ανάπτυξη των κοινών υλικών συμφερόντων των δύο χωρών, με εξουσιοδοτεί να σας ενημερώσω ότι είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει τα ορυχεία σιδήρου, χρωμίου και αργύρου στην κοιλάδα Karshut, για μια περίοδο ενενήντα εννέα ετών σ΄ έναν γαλλικό όμιλο, ο οποίος, εντός πέντε ετών από την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας συμφωνίας, πρέπει να αρχίσει να εργάζεται στην παραχώρηση αυτή, μέσω μιας εταιρείας που θα συσταθεί σύμφωνα με την Τουρκική νομοθεσία, στην οποία το Τουρκικό κεφάλαιο θα συμμετέχει στο 50%.
Επιπλέον, η Τουρκική Κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να εξετάσει με απόλυτα καλή θέληση άλλα αιτήματα παραχωρήσεων για ορυχεία, σιδηροδρόμους, λιμένες και ποτάμια που μπορεί να υποβάλουν Γαλλικοί όμιλοι, υπό τον όρο ότι τα αιτήματα αυτά είναι σύμφωνα με τα αμοιβαία συμφέροντα της Τουρκίας και της Γαλλίας.
Αφετέρου η Τουρκία επιθυμεί να επωφεληθεί από τη συνεργασία Γάλλων ειδικών, εκπαιδευτών στα επαγγελματικά της σχολεία. Για το σκοπό αυτό, σε μια μεταγενέστερη ημερομηνία θα γνωρίσει στην Γαλλική Κυβέρνηση το εύρος των απαιτήσεών της.
Τέλος, η Τουρκία ελπίζει ότι μετά τη σύναψη της συμφωνίας, η Γαλλική Κυβέρνηση θα εξουσιοδοτήσει τους Γάλλους κεφαλαιοκράτες να συνάψουν οικονομικές και χρηματοοικονομικές σχέσεις με την Κυβέρνηση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας.
I have, & c.xviii
(Υπογραφή) YUSSUF KEMAL.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
i [The Ankara Agreement, the Accord of Ankara, συμφωνία Φρανκλίν Μπουγιόν (Franklin-Bouillon Agreement), Γαλλο-Τουρκική Συμφωνία της Άγκυρας (Franco-Turkish Agreement of Ankara), τουρκικά: Ankara Anlaşması, γαλλικά: Traité d’Ankara], http://www.hri.org/docs/FT1921/Franco-Turkish_Pact_1921.pdf
Το γαλλικό κείμενο της συμφωνίας περιλαμβάνεται ως Παράρτημα στο Μουρέλος 1983, σελ. 270-273.
Το πλήρες κείμενο του Συμφώνου Φρανκλίν Μπουγιόν μεταφρασμένο από τα γαλλικά στα ελληνικά, από τον Συνταγματάρχη ∆. Καραλή (14 Οκτωβρίου 1921), βρίσκεται στο Αρχείο ΓΕΣ/∆ΙΣ, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – Μικρασιατική Εκστρατεία, Φ.327/Η/4.
iiΗ «Κυβέρνηση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης», (τουρκικά: Büyük Millet Meclisi Hükûmeti), κοινώς γνωστή ως «Κυβέρνηση της Άγκυρας», (τουρκικά: Ankara Hükûmeti), ήταν το όνομα δόθηκε στην προσωρινή, επαναστατική κυβέρνηση με έδρα την Άγκυρα (τότε γνωστή ως Angora), κατά την διάρκεια του πολέμου (1919-1923), στα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν επικεφαλής του Τουρκικού Εθνικού Κινήματος, σε αντίθεση με την υπό κατάρρευση (αλλά νόμιμη και διεθνώς αναγνωρισμένη) κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, με επικεφαλής τον Οθωμανό Σουλτάνο.
Αναλυτικότερα, το Συνέδριο του Erzurum, το οποίο συγκλήθηκε μεταξύ 23 Ιουλίου και 7 Αυγούστου 1919, εξέλεξε μια αντιπροσωπευτική επιτροπή εννέα (9) ατόμων. Αυτό το συμβούλιο ήταν ο εκπρόσωπος του «Συνδέσμου Άμυνας των Δικαιωμάτων της Ανατολίας και της Ρούμελης», [Association for the Defense of the Rights of Anatolia and Rumelia (turkish: Anadolu ve Rumeli Müdafaa-i Hukuk Cemiyeti)]. Στο συνέδριο συμμετείχαν 62 εκπρόσωποι από τις 5 ανατολικές επαρχίες: Τραπεζούντα, Ερζουρούμ, Σίβας, Μπιτλής και Βαν.Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε στο Sanasaryan College, το οποίο ιδρύθηκε από τον Mıgırdıç Sanasaryan το 1881 και έκλεισε μετά την Αρμενική Γενοκτονία. Το κολέγιο ήταν σχολείο της πόλης και εξέχον Αρμενικό πολιτιστικό κέντρο στην περιοχή.
Ο πρόεδρος του συνεδρίου, Μουσταφά Κεμάλ, ήταν επίσης πρόεδρος του συμβουλίου εκπροσώπησης. Τα εννέα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν συναντήθηκαν και δεν συνεργάστηκαν ποτέ σε ολομέλεια. Στην κοινοποίηση της 24ης Αυγούστου 1919 που υποβλήθηκε στην Διοίκηση του Ερζουρούμ ως αναφορά που απαιτείτο να υποβληθεί σύμφωνα με το νόμο περί ενώσεων, τα ονόματα και οι ταυτότητες των μελών του συμβουλίου αντιπροσώπευσης, γράφηκαν ως εξής:
– Μουσταφά Κεμάλ Πασά (παραιτήθηκε από το στράτευμα στις 8 Ιουλίου 1919, ενώ ήταν 9ος στρατιωτικός επιθεωρητής),
– Hüseyin Rauf Bey (πρώην Υπουργός Ναυτικών, παραιτήθηκε από το στράτευμα),
– Hoca Raif Efendi (πρώην αναπληρωτής του Ερζερούμ/Erzurum),
– İzzet Efendi (πρώην επαρχιακός κυβερνήτης & βουλευτής),
– Servet Bey (πρώην αναπληρωτής Τραπεζούντας/Trabzon),
– Sadullah Efendi (πρώην αναπληρωτής Bitlis),
– Haci Fevzi Efendi (κληρικός, Erzincan Nakş-i Bendi Sheikh),
– Bekir Sami Bey (πρώην κυβερνήτης της Βηρυτού),
– Hacı Musa Efendi (αρχηγός της φυλής Mutki).
Ο Μουσταφά Κεμάλ και τα συνοδευτικά μέλη της αντιπροσωπείας του έφυγαν από το Ερζουρούμ στις 29 Αυγούστου 1919 για να παρευρεθούν στο (νέο) Συνέδριο της Σεβάστειας [Sivas], όπου έφθασαν στις 2 Σεπτεμβρίου 1919. Όταν η Επιτροπή Αντιπροσώπευσης προσήλθε στη Σεβάστεια, ο Refet Bey έγινε δεκτός ως μέλος της αντιπροσωπείας από τα άλλα μέλη ως το δέκατο άτομο. Το συνέδριο της Σεβάστειας πραγματοποιήθηκε μεταξύ 4-11 Σεπτεμβρίου 1919. Στη σύνοδο της 11ης Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε η εκλογή της Επιτροπής Αντιπροσώπευσης · τα πρώην μέλη της αντιπροσωπείας που εξελέγησαν στο Συνέδριο Erzurum διατηρήθηκαν – ο αριθμός των μελών της αντιπροσωπείας αυξήθηκε σε 16. Ο Μουσταφά Κεμάλ ανέλαβε το καθήκον της προεδρίας με νέα μέλη εκλεγμένα από τις περιφέρειες. Τα μέλη που συμμετείχαν στο Συνέδριο Σεβάστειας και στην Επιτροπή Αντιπροσώπευσης έχουν ως εξής:
- Refet Bey (παράδωσε την εντολή του 3ου Σώματος)
- Kara Vasıf Bey (παραιτήθηκε από το στράτευμα)
- Mazhar Müfit Bey (πρώην κυβερνήτης)
- Ömer Mümtaz Bey (ένας από τους πρώην βουλευτές της Άγκυρας)
- Χούσεβ Σάμι Μπέη (παραιτήθηκε από το στράτευμα)
- Hakkı Behiç Bey (πρώην κυβερνήτης)
- Ratipzade Mustafa Bey (εκπρόσωπος της Νίγδης/Niğde).
Αν και ο αριθμός των μελών του Επιτροπής Αντιπροσώπευσης [Heyet-i Temsiliye] αυξήθηκε σε 16, οι συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν και οι αποφάσεις λήφθηκαν συνήθως με 5-6 άτομα – το πολύ με 10 άτομα.
Οι αποφάσεις που ελήφθησαν στο Συνέδριο της Σεβάστειας επέκτειναν τις προγενέστερες αποφάσεις του Συνεδρίου Ερζερούμ/Erzurum και παρείχαν ένα πλαίσιο που έγινε η βάση για την ίδρυση ενός τουρκικού κράτους. Για το λόγο αυτό, το Συνέδριο της Σεβάστειας έχει μεγάλη σημασία στην ιστορία της τουρκικής δημοκρατίας. Στο Συνέδριο της Σεβάστειας, οι αποφάσεις του Συνεδρίου Ερζερούμ/Erzurum, σχετικά με την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της χώρας επιβεβαιώθηκαν. Το Κογκρέσο θεωρείται επίσης ως το πρώτο συνέδριο του Λαϊκού Κόμματος των Ρεπουμπλικάνων. Αποφασίστηκε σε αυτό το συνέδριο να εκδοθεί η εφημερίδα «Irâde-i Milliye». Στο συνέδριο, υπήρχαν μέλη του «Heyet-i Temsiliye», (Συμβούλιο Εκπροσώπησης), που εκλέχθηκαν στο Συνέδριο Ερζερούμ, ως εκπρόσωποι των ανατολικών επαρχιών. Χάρη στη συμμετοχή άλλων εκπροσώπων από τις επαρχίες της Δυτικής και Κεντρικής Ανατολίας, το συνέδριο της Σεβάστειας προσανατολίστηκε στο να αποτελέσει εθνικό συνέδριο. Ο αριθμός των εκπροσώπων που παραβρέθηκαν στο συνέδριο είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα: ο αριθμός των αντιπροσώπων έφθασε τους 41 με εκείνους που προσχώρησαν αργότερα, ενώ σύμφωνα με διαφορετικές πηγές, συμμετείχαν 31, 33, 38 εκπρόσωποι. Οι αριθμοί αυτοί, καθώς και η σύγκρισή τους με τον αριθμό των εκπροσώπων στο Συνέδριο του Ερζερούμ, καθώς και του τελευταίου οθωμανικού κοινοβουλίου, καταδεικνύουν την απουσία κατάλληλης αντιπροσώπευσης. Οι εκπρόσωποι ετοίμασαν και ανέγνωσαν ένα κείμενο όρκου για να αποδείξουν ότι δεν είχαν δεσμούς με την «Επιτροπή Ένωσης και Προόδου», κατά την πρώτη σύνοδο του συνεδρίου: “Εφόσον δεν έχουμε άλλο σκοπό και φιλοδοξία εκτός από την ηθική και υλική εξυπηρέτηση του Ισλάμ, του κράτους, του έθνους και της χώρας, το συνέδριο θα συνεχίσει να διαπραγματεύεται με πάθος ενάντια στην πολιτική και τον σκοπό της διαίρεσης … vallah, billah”.
Η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, που αντιπροσώπευε το οθωμανικό σουλτανάτο και την παλαιά αυτοκρατορική και μοναρχική τάξη, αρνήθηκε αρχικά να αναγνωρίσει το τουρκικό εθνικό κίνημα και την κυβέρνηση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης στην Άγκυρα, θεωρώντας ότι μόνο αυτή ήταν η νόμιμη κυβέρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επιχείρησε να νικήσει στρατιωτικά την κυβέρνηση της Άγκυρας χρησιμοποιώντας το «Kuva-yi Inzibatiye», γνωστό ως “Στρατός του Χαλιφάτου” (σε αντίθεση με τις δυνάμεις Kuva-yi Milliye, “Στρατός του Έθνους”), αλλά απέτυχε. Το 1921, διπλωματικές ομάδες τόσο από τη μοναρχική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης όσο και από την επαναστατική κυβέρνηση της Άγκυρας εμφανίστηκαν στο Συνέδριο του Λονδίνου. Σε μια εκπληκτική κίνηση ωστόσο, η οθωμανική διπλωματική ομάδα με επικεφαλής τον Αχμέτ Τεφφίκ Πασά επέτρεψε στην διπλωματική ομάδα της Άγκυρας με επικεφαλής τον Μπεκίρ Σάμι Κουντούχ να είναι οι μοναδικοί εκπρόσωποι της χώρας στο συνέδριο.
Η αντιπροσωπεία έμεινε στη Σεβάστεια για 108 ημέρες μετά το συνέδριο. Ενδιαφερόταν να διεξαγάγει εκλογές σε ολόκληρη την χώρα για να σχηματιστεί η Εθνική Συνέλευση στην Άγκυρα. Πραγματοποίησε συνάντηση με την κυβέρνηση Ali Rıza Pasha στην Αμάσεια [Amasya], στις 20-22 Οκτωβρίου. Έχοντας γίνει αποδεκτά ορισμένα από τα αιτήματά της από την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, αποφάσισε να συγκαλέσει το κοινοβούλιο στην Άγκυρα.
Το «Πρωτόκολλο της Amasya», ή οι διαπραγματεύσεις της Αμάσειας, είναι το πρωτόκολλο που υπογράφηκε μεταξύ της κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης και της Αντιπροσωπείας Heyet-i στις 22 Οκτωβρίου 1919. Μαζί με τους Μουσταφά Κεμάλ Πασά, Ραούφ Ορμπάι και Μπεκίρ Σάμι Μπέη, ήρθαν στην Αμάσεια στις 18 Οκτωβρίου 1919 και ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τον Σαλίχ Πασά του σουλτάνου, στις 20 Οκτωβρίου για τις αρχές που έγιναν δεκτές από το Συνέδριο της Σεβάστειας. Οι συζητήσεις αυτές συνεχίστηκαν έως τις 22 Οκτωβρίου και τα μέρη συμφώνησαν για τις ακόλουθες αρχές:
– Να μην αφεθούν τουρκικές επαρχίες στον εχθρό με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να μην γίνει αποδεκτή οποιαδήποτε προστασία ή εντολή, να προστατευθεί η ακεραιότητα και η ανεξαρτησία της τουρκικής πατρίδας
– Μη παροχή προνομίων σε μη-μουσουλμανικές κοινότητες με τρόπο που διαταράσσει την πολιτική κυριαρχία και την κοινωνική ισορροπία των τουρκικών περιοχών
– Αναγνώριση του Συνδέσμου Άμυνας των Δικαιωμάτων της Ανατολίας και της Ρούμελης ως νομικής επιτροπής από την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης
– Οι άνθρωποι που κρίθηκαν κατάλληλοι από το Heyet-i Temsiliye, να σταλούν στην διάσκεψη για να εδραιώσουν την ειρήνη μεταξύ των κρατών της Entente και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
– Η συνεδρίαση του Οθωμανικού Κοινοβουλίου στην Κωνσταντινούπολη δεν ήταν κατάλληλη, από άποψη ασφάλειας.
Το τελευταίο άρθρο, η διάταξη για τη σύνοδο του κοινοβουλίου εκτός Κωνσταντινούπολης, δεν έγινε δεκτή από την κυβέρνηση του σουλτάνου με την αιτιολογία ότι ήταν αντισυνταγματική. Ο Μουσταφά Κεμάλ Πασά δεν επέμενε. Με τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στην Αμάσεια, η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης αναγνώρισε επίσημα την «Επιτροπή Αντιπροσώπευσης/Heyet-i Temsiliye/ Συμβούλιο Εκπροσώπησης».
Η Αντιπροσωπεία αναχώρησε από τη Σεβάστεια στις 18 Δεκεμβρίου 1919 για την Άγκυρα: η πρώτη άφιξη του Μουσταφά Κεμάλ και των μελών της Επιτροπής έγινε 27 Δεκεμβρίου 1919 και απαρτιζόταν από 19 άτομα, πέντε από τα οποία ήταν μέλη της Αντιπροσωπείας, (Μουσταφά Κεμάλ Πασά, Χουσεΐν Ραούφ Μπέη, Ματζάρ Μίφτ Μπέι, Χακί Μπάχιτς Bey, Şeyh Fevzi Efendi). Εγκαταστάθηκαν στην Γεωργική Σχολή, στην Άγκυρα. Δημοσιεύθηκε δήλωση που ανήγγειλε ότι η προσωρινή έδρα του «Heyet-i Temsiliye» ήταν η Άγκυρα. Η αντιπροσωπεία συναντήθηκε με βουλευτές που θα μετέβαιναν στην Κωνσταντινούπολη ως μέλη της επαν-εργοποιημένης Οθωμανικής Βουλής. Ετοίμασε το «Misak-ı Milli», το «Εθνικό Σύμφωνο», και εξασφάλισε ότι έγινε δεκτό στο Κοινοβούλιο της Κωνσταντινούπολης. Λίγο πριν από τα εγκαίνια της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης, το Συμβούλιο Εκπροσώπησης μετακόμισε στο κτίριο που ονομάζεται «Direksiyon Building» στο σιδηροδρομικό σταθμό της Άγκυρας. Με την έναρξη των εργασιών της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης στην Άγκυρα, η αποστολή του Συμβουλίου Εκπροσώπησης ολοκληρώθηκε.
Μετά τις γενικές εκλογές του 1919, το νεοεκλεγμένο κοινοβούλιο συγκροτήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 12 Ιανουαρίου 1920. Ωστόσο, η έγκρισή του για το «Misak-ı Milli», το «Εθνικό Σύμφωνο», οδήγησε τις συμμαχικές δυνάμεις να καταλάβουν την Πόλη στις 16 Μαρτίου. Αρκετοί βουλευτές συνελήφθησαν και απελάθηκαν. Ο σουλτάνος Μωάμεθ ΣΤ΄ διέλυσε το Κοινοβούλιο στις 11 Απριλίου 1920. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ο Μουσταφά Κεμάλ έστειλε τηλεγραφήματα στις επαρχιακές αρχές και διοικητές του στρατού στις 19 Μαρτίου, διατάζοντάς τους να διεξαγάγουν εκλογές για μια Εθνική Συνέλευση. Γενικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1920 προκειμένου να επιλεγούν εκπρόσωποι στη νέα «Μεγάλη Εθνική Συνέλευση». Στις εκλογές κυριάρχησε η «Ένωση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων της Ανατολίας και της Ρούμελης», (τουρκικά: Anadolu ve Rumeli Müdafaa-i Hukuk Cemiyeti), η οποία αποτελούνταν από εθνικιστικές τοπικές ομάδες που διαμαρτύρονταν κατά της συμμαχικής κατοχής της χώρας. Στην Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, η οποία συγκλήθηκε στην Άγκυρα στις 23 Απριλίου 1920, συγκροτήθηκε για πρώτη φορά κυβέρνηση στις 25 Απριλίου υπό τον πρόεδρο της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης, Μουσταφά Κεμάλ Πασά, ως «Προσωρινή Εκτελεστική Επιτροπή».
Έτσι, εκτός από τη νόμιμη και διεθνώς αναγνωρισμένη οθωμανική κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη υπό τον σουλτάνο, εμφανίστηκε δεύτερη (επαναστατική) κυβέρνηση στην Άγκυρα. Την Προσωρινή Εκτελεστική Επιτροπή διαδέχθηκε στις 3 Μαΐου κυβέρνηση που ονομάστηκε «Συμβούλιο Αναπληρωτών». Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, δεν υπήρχε αρχηγός κράτους – [άλλωστε δεν υπήρχε κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο] και ο Πρόεδρος της Συνέλευσης ασκούσε ανάλογα καθήκοντα (!)
Συνεπώς την εποχή που ανακηρύχθηκε η κυβέρνηση της Άγκυρας, υπήρχε μια άλλη κυβέρνηση στην συμμαχική κατοχή της Κωνσταντινούπολης, η αυτοκρατορική οθωμανική κυβέρνηση, γνωστή και ως «κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης», (σε αντίθεση με την εθνικιστική κυβέρνηση της Άγκυρας). Μόλις σχηματίστηκε η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση στην Άγκυρα, στις 23 Απριλίου 1920, χωρίς να απορρίψει αρχικά τη νομιμότητα του Οθωμανικού Σουλτανάτου, συγκρότησε την δική της κυβέρνηση εντός της Συνέλευσης. Οι υπουργοί ονομάστηκαν «Βέκιλ» (εκτελεστικοί) αντί για το συμβατικό «Ναζίρ», για να καταδειχθεί ο προσωρινός χαρακτήρας της κυβέρνησης. Ο Μουσταφά Κεμάλ έγινε Αναπληρωτής και Πρόεδρος της Βουλής της Άγκυρας.
Η κυβέρνηση της Άγκυρας ιδρύθηκε για να εκπροσωπήσει τους εθνικιστές της χώρας, καθώς η πρωτεύουσα de jure, η Κωνσταντινούπολη, ήταν υπό κατοχή. Μόλις υπογράφηκε η ανακωχή των Μουδανιών, υποκαθιστώντας την ανακωχή του Μούδρου, (υπογεγραμμένη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 30 Οκτωβρίου 1918, στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου) και τερματίστηκε ο πόλεμος, η Μεγάλη Συνέλευση κατάργησε το αυτοκρατορικό Σουλτανάτο, το οποίο κατηγορήθηκε ότι συνεργάστηκε με τους Συμμάχους κατά την διάρκεια της κατοχής της χώρας.
Η Συνθήκη της Λωζάνης υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923, μεταξύ των εκπροσώπων των Συμμάχων και της κυβέρνησης της Άγκυρας, αναγνωρίζοντας έτσι επίσημα την κυβέρνηση αυτή ως τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας. Στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν με την ανακήρυξη τηςΔημοκρατίας της Τουρκίας στις 29 Οκτωβρίου 1923, ο Μουσταφά Κεμάλ Πασά εξελέγη Πρόεδρος. Κατά την διάρκεια του πολέμου, η κυβέρνηση της Μεγάλης Εθνικής Συνέλευσης διέταζε τον στρατό γνωστό ως «Kuva-yi Milliye», (“Εθνικές Δυνάμεις”). Μετά τον πόλεμο και τη νίκη επί της μοναρχικής κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης, η δημοκρατική κυβέρνηση της Άγκυρας κήρυξε το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την δημιουργία της Τουρκικής Δημοκρατίας από τις στάχτες της το 1923. Η Μεγάλη Εθνική Συνέλευση είναι σήμερα το κοινοβουλευτικό σώμα της Τουρκίας.
iii Βλ. ενδεικτικά, Κωνσταντίνος Χαλάστρας, (Ιούνιος 2019). «Ο Γαλλοτουρκικός πόλεμος στην Κιλικία, 1919-1921», https://www.researchgate.net/publication/333817398_O_Gallotourkikos_polemos_sten_Kilikia_1919-1921, όπου χαρακτηριστικά καταγράφεται (σελ. 11, 17):
[[ … ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΑΡΑΣ Ομάδες ενόπλων, σε συνεννόηση με Τούρκους κατοίκους της πόλης, κατέλαβαν σπίτια σε καίρια σημεία σκοτώνοντας αρκετούς Γάλλους στρατιώτες και χριστιανούς αμάχους. Οι Γάλλοι απάντησαν με πυρά πυροβολικού και πολυβόλων και σύντομα ξέσπασε σκληρή μάχη. Ο αντισυνταγματάρχης Τιμπόλτ εντυπωσιάστηκε από το άγριο και επιθετικό πνεύμα των Τούρκων. Κάθε χριστιανικό σπίτι που έπεφτε στα χέρια τους ήταν σίγουρο ότι δεν θα είχε κανέναν επιζώντα. Την επόμενη μέρα, πολλοί άμαχοι βρήκαν προστασία στα σχολεία και τις εκκλησίες, ενώ οι επικοινωνίες προς Αιντάμπ και Άδανα είχαν κοπεί εντελώς. Ο Τούρκος ιστορικός Σαράλ περιγράφει τις σκληρές μάχες των τριών πρώτων ημερών με τα γαλλικά πυρά να καταστρέφουν πολλά σπίτια, τους Τούρκους να έχουν υποστεί πολλές απώλειες στα σημεία που οι υπερασπιστές ήταν Αρμένιοι αλλά «με την πλάστιγγα να γέρνει σταθερά προς την τουρκική πλευρά». Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου 50 στρατιώτες με χιλιάδες αμάχους, εγκλωβίστηκαν σ’ ένα οικοδομικό τετράγωνο και σώθηκαν μόνο χάρις τις υπεράνθρωπες προσπάθειες ενός γαλλικού λόχου. Από τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους που έμειναν πίσω δεν επέζησε κανείς.
Οι επίσημες αναφορές της τουρκικής στρατιωτικής ιστορίας αποκαλύπτουν ότι η σύγκρουση στο Μαράς δεν ήταν απλώς μια τοπική εξέγερση στην πόλη αλλά αντιπροσώπευε την έναρξη του εθνικιστικού κινήματος στην Κιλικία με στόχο την εκδίωξη των Γάλλων και τον αφανισμό, που προφανώς δεν αναφέρει, των Αρμενίων. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν συστηματικά να διαλύουν ολοσχερώς την αρμενική συνοικία βάζοντας φωτιές σε κάθε σπίτι. Περίπου 500 με 600 Αρμένιοι που βρήκαν καταφύγιο στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου και προέβαλλαν κάποια αντίσταση κάηκαν ζωντανοί όταν οι Τούρκοι κατάφεραν να την περικυκλώσουν και να την κατακάψουν με κηροζίνη. Στη συνοικία Κουμπέτ και την εκκλησία του Αγίου Σαρκίς η αντίσταση ήταν μεγαλύτερη και προκάλεσε αρκετές απώλειες στους Τούρκους, αλλά οι υπερασπιστές μαζί με 3.000 Αρμένιους αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από τις νέες αφίξεις Τούρκων ατάκτων.
Μια μαρτυρία του χειρουργού ιατρού Γκαζαριάν στο Γερμανικό νοσοκομείο της πόλης αναφέρει ότι μια ομάδα που έσφαξε περίπου 3.000 Αρμένιους αποτελούνταν από Τούρκους, Κούρδους και Τσερκέζους με επικεφαλής τον Βαγιαζήτ Ζαντέ Σουκρί. Στον ναό του Ασντβαντσατζίν 50 λεγεωνάριοι κράτησαν σθεναρή αντίσταση έως ότου οι Τούρκοι κατάφεραν να ανοίξουν δύο τρύπες και να ρίξουν κηροζίνη μέσα στον ναό. Από τους 50 ένοπλους και τους 2.000 χριστιανούς αμάχους που επιχείρησαν έξοδο ελάχιστοι επέζησαν. Στη συνοικία Τας Χαν οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να πλησιάσουν καθώς η γαλλική αντίσταση ήταν σθεναρή και μάλιστα έχασαν μια ολόκληρη ομάδα που επιχείρησε να βάλει φωτιά μαζί με τον επικεφαλής τους, Εβλιγιέ Εφέντι. Την πέμπτη μέρα της μάχης, στις 24 Ιανουαρίου 1920, το ηθικό στη γαλλοαρμενική πλευρά ήταν χαμηλό. Έβλεπαν μέρα με τη μέρα, τη μια συνοικία μετά την άλλη να πέφτουν σε τουρκικά χέρια και να λαμπαδιάζουν. Πολλοί Γάλλοι αξιωματικοί αρνήθηκαν να εμπλακούν στην διάσωση του χριστιανικού στοιχείου της πόλης. Οι προσπάθειες για επαφή με τις άλλες φρουρές κατέστη αδύνατη και οι αγγελιοφόροι θανατώνονταν καθοδόν από τους τσέτες. …
Το μεγαλύτερο φόρο αίματος πλήρωσαν οι Αρμένιοι άμαχοι. Πριν την πολιορκία η πόλη Μαράς είχε περίπου 24.000 Αρμένιους κάτοικους, ενώ μετά την αποχώρηση των Γάλλων στις 11 Φεβρουαρίου 1920 είχαν μείνει στην πόλη μόλις 9.700. Αν συνυπολογίσουμε και τους 1.000-1.200 από αυτούς που πέθαναν από τις κακουχίες της μετάβασης στο Ισλαχιγιέ φτάνουμε στον αριθμό των 12.700-13.700 επιζώντων από τον αρχικό αριθμό των 24 χιλιάδων ήτοι περίπου το μισό του αρχικού Αρμενικού πληθυσμού της πόλης. …
Οι υπερασπιστές της Ούρφα είχαν τραγική μοίρα. Από τους 12 αξιωματικούς και τους 461 Γάλλους, Αλγερινούς και Σενεγαλέζους είχαν απομείνει στις 7 Απριλίου περίπου τριακόσιοι. Είχαν αντισταθεί με πείσμα επί δύο μήνες, από τις 9 Φεβρουαρίου, στις επιθέσεις των υπερτριπλάσιων Τούρκων και Κούρδων που είχαν κατακλύσει τα περίχωρα της πόλης. Είχαν τελειώσει όλα τα εφόδια, τα πολεμοφόδια αρκούσαν μόλις για μερικές μέρες ενώ αναγκάστηκαν να φάνε και τα μεταφορικά κτήνη. Αδυνατούσαν να επικοινωνήσουν με το αρχηγείο – η έλλειψη επικοινωνίας αποτέλεσε μόνιμη πληγή για τους Γάλλους- και δεν είχαν καμία επαφή με άλλα σώματα. Ο ταγματάρχης Χόγκερ, επικεφαλής της φρουράς, έστειλε μήνυμα στον Τούρκο επικεφαλής Αλή Σαΐμπ ότι ήταν διατεθειμένος να αποχωρήσει με το τμήμα του από την πόλη και ζήτησε εγγυήσεις για την ασφαλή επιστροφή. Οι Γάλλοι αποχώρησαν με τον οπλισμό τους και τους παρασχέθηκαν καμήλες για τις αποσκευές τους. Κατά την επιστροφή τους πέρασαν μέσα από ένα φαράγγι που ήταν γνωστό ως «Φερίς Πασά». Εκεί λίγο πριν την δύση δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από τις κορυφογραμμές από ομάδες ατάκτων Κούρδων. Μάταια ο Χόγκερ έφτιαξε μια αυτοσχέδια λευκή σημαία δηλώνοντας ότι επιθυμούσε να παραδοθεί καθώς είχαν τελειώσει τα πυρομαχικά. Οι Κούρδοι τους κατέσφαζαν συστηματικά και μόνο τρεις ομάδες συνολικής δύναμης 24 ανδρών κατόρθωσαν να ανοίξουν δρόμο και να διαφύγουν. Η πρώτη έφθασε σε ένα χωριό όπου και αφοπλίσθηκε από τους εκεί Τούρκους χωρικούς, η δεύτερη αφανίστηκε και η τρίτη είχε μονάχα τρεις επιζώντες. Ο Αλή Σαΐμπ ανέφερε στον Κεμάλ ότι η γαλλική φρουρά εξουδετερώθηκε πλήρως και ότι περίπου 100 Γάλλοι ήταν αιχμάλωτοι. Από αυτούς μόλις 20 επέζησαν. Οι τρεις στρατιώτες που κατάφεραν να διαφύγουν από τη σφαγή συνάντησαν το σώμα του Αντρεά και διηγήθηκαν την τραγωδία που υπέστησαν. …]].
Η περιοχή της Κιλικίας παρουσίαζε την εξής πληθυσμιακή κατανομή: 238.000 μουσουλμάνοι (χωρίς περαιτέρω ανάλυση: Άραβες, Τούρκοι, Κούρδοι, άλλες εξισλαμισμένες εθνότητες), 45.000 Αρμένιοι, 13.000 Έλληνες και 4.000 διαφόρων εθνικοτήτων.
iv Η επαναστατική κυβέρνηση στην Άγκυρα αρνήθηκε να επικυρώσει τη Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920), η οποία είχε υπογραφεί από τον σουλτάνο και η οποία απελευθέρωνε (παραχωρούσε) τμήματα της Ανατ. Θράκης και της Δυτικής Μικράς Ασίας στην Ελλάδα. Η αντίδραση στη συνθήκη προκάλεσε την αναβίωση του τουρκικού εθνικισμού.
v Χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι η Αρμενία, η Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν συγκρότησαν την «Ομοσπονδία της Υπερκαυκασίας», που δήλωσε τελικά ότι είναι ανεξάρτητη από την μπολσεβίκικη Ρωσσία, τον Απρίλιο του 1918. Αρχικά η Ομοσπονδία ζήτησε φιλικές σχέσεις με τους Οθωμανούς, αλλά δεν μπορούσε να επιτευχθεί συμφωνία για την οριοθέτηση των συνόρων και ο πόλεμος ξανάρχισε. Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε από την Γερμανία, η οποία συμμετείχε από την πλευρά της Γεωργίας, δηλώνοντας την ανεξαρτησία της από την Ομοσπονδία το Μάιο. Οι Οθωμανοί πολεμούσαν τα γεωργιανά στρατεύματα τα οποία συνέδραμαν οι (σύμμαχοί τους) Γερμανοί (!) Τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Οθωμανοί επικεντρώθηκαν ανατολικά στις πετρελαιοπηγές στο Μπακού στην Κασπία Θάλασσα,
http://www.westernfrontassociation.com/the-great-war/great-war-on-land/other-war-theatres/3305-dunsterforce-part-1.html#sthash.ZmlfZ15n.J9Y43865.dpuf
Μετά την ήττα της τουρκο-γερμανικής συμμαχίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Αζερμπαϊτζάν. Σύμφωνα με την ανακωχή του Μούδρου (30 Οκτωβρίου 1918), μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βρετανίας, που εκπροσωπούσε τις δυνάμεις των Συμμάχων, βρετανικά στρατεύματα θα επέστρεφαν στο Μπακού.Κατά την διάσκεψη του Παρισιού το 1919, το Ανώτατο Συμβούλιο της Αντάντ αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Αζερμπαϊτζάν λόγω της επιμονής του Ηνωμένου Βασιλείου.
vi Ο σοβιετικός στρατηγός Μιχαήλ Φρουνζέ, ο οποίος υπήρξε ο στρατιωτικός απεσταλμένος του Λένιν και των μπολσεβίκων, στην κεμαλική κυβέρνηση, βοήθησε στη συγκρότηση των ένοπλων σωμάτων του Μουσταφά Κεμάλ και στην απόκρουση της ελληνικής πορείας προς την Άγκυρα, περιέγραψε όσα έζησε και είδε, στην περιοχή του Πόντου, εκείνη την εποχή ως εξής: «The honorary citizen of the Turkish Republic and one of the best friends of Ghazi Mustafa Kemal Pasha General Mikhail Vasilevich Frunze writes in his book “Recollections from Turkey” published c. 1923 i.al. :
‘From 200.000 Greeks that had lived in Sampsunta, Synope and Amasia few men remain hiding in the mountains. Under the most brutal and inhumane conditions the elderly, the women and the children had been expelled to other regions. I was informed that the irregular Turkish bands of Topal Osman had spread panic in the town of Khavza. They burnt down, raped, killing any Greek or Armenian they came across and pulled down all the bridges. (…) Everywhere scenes of havoc and destructions.
The road from Kavak to Khatzilar will stay in my memory as long as I am alive. In the distance of 30 km I saw nothing but corpses of babies and children. In one place I counted 58 of them. I saw the dead body of a beautiful girl. The Turks had cut off her head and put it in her hands. Further on I saw another dead body of a beautiful little girl of 7-8 years. She had blonde hair and naked legs. She was wearing just a shirt. From what I saw I guessed that while the child was crying in agony hiding its head in the ground an Turkish infantryman pierced its little body with a bayonet…’», http://www.danielpipes.org/comments/169770
vii Στα βάθη της Μικράς Ασίας, η μόνη οθωμανική στρατιά, που δεν είχε διαλυθεί, με την έγκριση των Συμμάχων, ήταν αυτή που βρισκόταν στα σύνορα με το νεοσύστατο καθεστώς της μπολσεβίκικης Ρωσσίας, (έδρα το Ερζερούμ). Αυτήν τη στρατιά η Βρετανία την προώριζε για να κτυπήσει την Ρωσσία, αποβλέποντας ίσως στις πετρελαιοπηγές του Μπακού, όμως ο επί κεφαλής της, ο Kazim Karabekir αρνήθηκε να υπακούσει. Σε συνεννόηση με τον Μουσταφά Κεμάλ επιτέθηκε στο νεοσύστατο αρμενικό κράτος, το κατανίκησε, υπογράφοντας τη Συνθήκη της Alexandropol στις 3 Δεκεμβρίου 1920, μεταξύ της Πρώτης Δημοκρατίας της Αρμενίας και της Εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας, η οποία τερμάτισε τον πόλεμο, που είχε αρχίσει στις 12 Σεπτεμβρίου 1920 με εισβολή στην αδύναμη Αρμενία τουρκικών εθνικιστικών δυνάμεων, βλ. και http://tassosanastassopoulos.blogspot.gr/2013/09/1919-1922-greekturkish-war-in-minor-asia.html
viii Ο Μουσταφά Κεμάλ διατήρησε την προεδρία της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας, η οποία ιδρύθηκε υπό την ηγεσία του, μέχρι τις 29 Οκτωβρίου 1923, την ημέρα που εξελέγη Πρόεδρος της χώρας.
ix Στις 18 Μαρτίου 1919, δύο γαλλικά σκάφη μετέφεραν στρατεύματα στα λιμάνια Zonguldak και Karadeniz Ereğli στη Μαύρη Θάλασσα για να διοικήσουν την οθωμανική περιοχή εξόρυξης άνθρακα. Λόγω της αντίστασης που αντιμετώπισαν κατά την διάρκεια ενός έτους παραμονής τους στην περιοχή, τα γαλλικά στρατεύματα άρχισαν να αποχωρούν από το Karadeniz Ereğli στις 8 Ιουνίου 1920. Συνέχισαν την κατοχή τους στο Zonguldak, όπου κατέλαβαν ολόκληρη την πόλη στις 18 Ιουνίου 1920.
x Η Συνθήκη της Μόσχας υπογράφηκε μεταξύ της Ρωσσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας και της κυβέρνησης της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας. Τα σύνορα που καθορίστηκαν από αυτήν τη συνθήκη και τις διαδοχικές συμφωνίες της εξακολουθούν να ισχύουν μεταξύ Τουρκίας, Γεωργίας, Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν και σήμερα. Η συνθήκη υπογράφηκε από τους Ali Fuat Pasha, Dr. Rıza Nur, Yusuf Kemal Tengirşenk, Georgi Vasilyevich Chicherin, (μαρξιστής επαναστάτης, σοβιετικός πολιτικός, διπλωμάτης, ιστορικός και μουσικός, που υπηρέτησε ως Σοβιετικός Λαϊκός Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων από το 1918 έως το 1930 και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής), Celalettin Korkmazov (προέλευσης Kumuk).
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η Συνθήκη εγκρίθηκε στις 20 Ιουλίου 1921 από την ΠανΡωσσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή, η οποία ήταν το ανώτατο σώμα στην Ρωσσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία και στις 31 Ιουλίου 1921 από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας. Κατά την διάρκεια του συνεχιζόμενου τουρκικού πολέμου της Ανεξαρτησίας, (όπου η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης ήταν διεθνώς αναγνωρισμένη), είναι η δεύτερη συνθήκη που υπέγραψε η κυβέρνηση της Άγκυρας στην διεθνή σκηνή. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, υπογράφηκε η Συνθήκη του Καρς με τα σημερινά σύνορα της Τουρκίας στην ανατολική της περιοχή.
Η Συνθήκη Ειρήνης του Μπρεστ Λιτόφσκ, θα αποτελέσει την βάση της συμφωνίας που θα συναφθεί μεταξύ των Σοβιετικών και της κυβέρνησης της Άγκυρας, και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων άρχισαν στις 20 Αυγούστου 1920. Ωστόσο, η υπογραφή της συνθήκης εγκαταλείφθηκε αφού ο Σοβιετικός Επίτροπος των Εξωτερικών Τσιτσέριν ζήτησε να δοθούν στην Αρμενία ορισμένες περιοχές στον Καύκασο.
Οι Τούρκοι υπό την διοίκηση του Kâzım Karabekir, ο οποίος ανέλαβε δράση τον Σεπτέμβριο του 1920, κατέλαβαν το Kars, το Ardahan, το Artvin, το Batum και το Iğdır και τα ανατολικά σύνορα καθορίστηκαν με την υπογραφή της συμφωνίας Gümrü με την Αρμενία, υπό την διοίκηση των Dashnaks. Η Συνθήκη Alexandropol/Gyumriείναι η συνθήκη που υπογράφηκε μεταξύ της κυβέρνησης της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αρμενίας στις 3 Δεκεμβρίου 1920. Είναι η πρώτη συνθήκη που υπέγραψε η Κεμαλική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση στην διεθνή σκηνή.
Ο Μουσταφά Κεμάλ ο οποίος επιδίωκε να εγκριθούν τα σύνορα από τη Σοβιετική Ένωση, διόρισε τον Αλί Φουάτ Πασά [Ali Fuat Pasha] στην πρεσβεία της Μόσχας. Η αντιπροσωπεία τουΑλί Φουάτ έφυγε από την Άγκυρα στις 14 Δεκεμβρίου 1920. Ομοίως, ο Τσιτσέριν [Çiçerin] είχε επισκεφθεί την Γεωργία τον Οκτώβριο. Μετά από αυτό, η ανάπτυξη των τουρκο-σοβιετικών σχέσεων αντιμετώπισε δύο κινδύνους: ο πρώτος ήταν η παρουσία του Ενβέρ Πασά στη Μόσχα κατά την διάρκεια των τουρκο-σοβιετικών διαπραγματεύσεων. Ο δεύτερος ήταν η πρωτοβουλία του Μπακού για την διακήρυξη ανεξαρτησίας της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν, με το «Κογκρέσο των Ανατολικών Εθνών». Ωστόσο, και τα δύο προβλήματα δεν εμπόδισαν την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων Κεμαλικής Τουρκίας-Σοβιετικής Ένωσης. Ως εκ τούτου, τα μέρη συμφώνησαν ότι η Ρωσσία θα αποστείλει ένα ορισμένο ποσό χρυσού και όπλα για την Άγκυρα σε αντάλλαγμα για την παραχώρηση του Μπατούμ (Βατούμι) στη Σοβιετική Ένωση. Το έργο της μεταφοράς αυτών των υλικών στην Άγκυρα οργανώθηκε από τον Χαλίλ Πασά, ο οποίος ζούσε στο Μπατούμ εκείνη την εποχή.
Η συνθήκη αποτελείται από 16 άρθρα και 3 παραρτήματα. Στο πρώτο άρθρο, αναφέρεται ότι οι συμφωνίες που βασίζονται σε σχέσεις εξουσίας και που δεν αντικατοπτρίζουν τα συμφέροντα και των δύο μερών είναι άκυρες.Σε αυτό το άρθρο, καθορίζονται τα σύνορα της «νέας Τουρκίας», χωρίς να ληφθούν υπόψη τυχόν συμφέροντα άλλων εθνοτήτων – μειονοτήτων. Στα ανατολικά σύνορα της χώρας, οι περιοχές Καρς, Άρτβιν και Αρνταχάν περνούν υπό την κυριαρχία της Άγκυρας, ενώ το Μπατούμ αφήνεται στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γεωργίας. Στο τρίτο άρθρο, αποφασίζεται η ίδρυση της αυτόνομης περιοχής του Nakhichevan υπό τον έλεγχο του Αζερμπαϊτζάν.
Ένα εισαγωγικό τμήμα αποτελείται από 20 στοιχεία και τα παραρτήματά τους. Η τρέχουσα διάρκεια της σύμβασης δεν έγινε αποδεκτή. Ωστόσο, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, οι διατάξεις της συνθήκης έχουν πρόσθετα πρωτόκολλα με ισχύ 25 ετών. Έτσι, η κατάσταση της προστασίας της περιοχής Nakhchivan του Αζερμπαϊτζάν που αναφέρεται στο άρθρο 5 είναι σαφής. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Αρμενία εξέφρασε διαφορετικές απόψεις για αυτό το ζήτημα και διάφορες αρχές δήλωσαν ότι δεν αποδέχθηκαν τη Συνθήκη Καρς.
Στην 6η συνάντηση των ηγετών της Διάσκεψης του Πότσνταμ , η δήλωση του Λαϊκού Επιτρόπου Εξωτερικών της ΕΣΣΔ Vyacheslav Molotov στις 22 Ιουλίου 1945, σχετικά με τους όρους της Τουρκικής-Σοβιετικής Συνθήκης Φιλίας, ρυθμίστηκε από αυτήν την περίοδο. Οι προϋποθέσεις αυτές καλύπτουν την επιστροφή των περιοχών εκτός από το Kars, την Artvin και το Ardahan και τις διατάξεις λύσης για τα προβλήματα των Στενών της Μαύρης Θάλασσας.
Οι εδαφικές αξιώσεις των Σοβιετικών στην Τουρκία συνεχίστηκαν κατά την διάρκεια και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτός ήταν ένας από τους παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στη συμμετοχή της Τουρκίας στον πόλεμο μαζί με τους Συμμάχους στο τέλος του πολέμου, καθώς επίσης και στην ένταξη στο ΝΑΤΟ λίγα χρόνια αργότερα. Μετά την διάλυση της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) το 1991, η Αρμενία, η οποία έγινε ανεξάρτητη, δεν αναγνώρισε τη Συνθήκη του Καρς.
xi Το «Misak-ı Milli», το «Εθνικό Σύμφωνο», αναφέρεται στην δήλωση των έξι (6) σημείων του «Τουρκικού Πολέμου Ανεξαρτησίας», ως πολιτικό μανιφέστο. Έγινε αποδεκτό ομόφωνα (;) από την τελευταία συνεδρίαση του Κοινοβουλίου (Meclis-i Mebûsan) στην Κωνσταντινούπολη στις 28 Ιανουαρίου 1920 και ανακοινώθηκε στο κοινό στις 17 Φεβρουαρίου. Η δήλωση περιέχει τους ελάχιστους όρους ειρήνης που έχει αποδεχθεί η «Τουρκία» στη Συνθήκη Ειρήνης που θα τερματίσει τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η δήλωση έγινε δεκτή στο κοινοβούλιο ως Διακήρυξη Ahd-i Milli, αλλά αργότερα ονομαζόταν “Mîsâk-ı Milli”. Και τα δύο ιδιώματα σημαίνουν επίσης τον Εθνικό Όρκο. Τα σύνορα της νέας Τουρκικής Δημοκρατίας έχουν διαμορφωθεί σύμφωνα με τις αρχές του Mîsâk-ı Milli σε μεγάλο βαθμό. Το περίγραμμα του Misak-ı Milli διαμορφώθηκε στο Συνέδριο του Ερζερούμ (22 Ιουλίου – 7 Αυγούστου 1919) και στο Συνέδριο της Σεβάστειας (4-11 Σεπτεμβρίου 1919). Σύμφωνα με τα αιτήματα του δεύτερου συνεδρίου, λήφθηκε απόφαση γενικών εκλογών στις 11 Σεπτεμβρίου 1919. Στις εκλογές που διεξήχθησαν τον Νοέμβριο, κέρδισαν υποψήφιοι από την «Εταιρεία Άμυνας Δικαιωμάτων» σε κάθε επαρχία της Ανατολίας. Επιλεγμένοι υποψήφιοι σε τρεις ομάδες, προσήλθαν στην Άγκυρα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά (ΔΕΚ 1919 – ΙΑΝ 1920) και συναντήθηκαν με τη Επιτροπή Αντιπροσώπων, (Συμβούλιο Αντιπροσώπων). Το κείμενο ολοκληρώθηκε σ΄ αυτές τις συναντήσεις και υπογεγραμμένο από τα μέλη της Αντιπροσωπείας στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη μέσω του βουλευτή της Τραπεζούντας Χούσεβ Σάμι Μπέη. Η Συνέλευση, η οποία ξεκίνησε το έργο της στην Κωνσταντινούπολη στις 12 Ιανουαρίου 1920, ανέλαβε το ζήτημα της διακήρυξης, αμέσως μετά την εκλογή των διοικητικών της οργάνων. Σε μια κλειστή σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στις 28 Ιανουαρίου, έγινε αποδεκτή η “Διακήρυξη Ahd-ı Milli”. Στις 12 Φεβρουαρίου, μετά από πρόταση του εκπροσώπου της Αδριανούπολης [Edirne], Şeref Bey, αποφασίστηκε η συγκεκριμένη διακήρυξη να αποκαλυφθεί στα κοινοβούλια του κόσμου και στον Τύπο.
Ωστόσο υφίστανται ορισμένα ασαφή σημεία, σχετικά με την αποδοχή και την δημοσίευση της εν λόγω διακήρυξης. Πρώτα απ’ όλα, οι συζητήσεις σχετικά με την διακήρυξη και το πρωτότυπο κείμενο δεν περιλαμβάνονται στα πρακτικά του Meclis-i Mebusan. Σ΄ αυτήν την περίπτωση, εκφράστηκε η πιθανότητα ότι η διακήρυξη δεν έγινε αποδεκτή σε επίσημη σύνοδο, αλλά στην κοινοβουλευτική ομάδα «Felah-ı Vatan», [συμπεριλαμβανομένων όλων σχεδόν (;) των μελών της Συνέλευσης]. Ο Πρεσβευτής του Ηνωμένου Βασιλείου Sir Horace Rumbold ισχυρίζεται ότι «δεν υπάρχει δημοσιευμένος κατάλογος υπογραφών», υποστηρίζοντας ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε «καθιστά αμφισβητήσιμη την εγκυρότητα της Διακήρυξης».
Επιπλέον, υπάρχουν διαφορές μεταξύ του κειμένου που προετοιμάστηκε στην Άγκυρα και του κειμένου που έγινε δεκτό στην Κωνσταντινούπολη. Το άρθρο στο κείμενο της Άγκυρας σχετικά με την τιμωρία των εγκληματιών πολέμου έχει αφαιρεθεί από το τελευταίο κείμενο. Τα θέματα των «συνόρων» και το «αδιαίρετο του μουσουλμανικού λαού» που γράφηκαν σε δύο ξεχωριστά άρθρα στο κείμενο της Άγκυρας συνδυάστηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Στο τελευταίο άρθρο, μια δήλωση υπεράσπισης της «Ένωσης Εθνών» αφαιρέθηκε από το κείμενο που ανακοινώθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η πιο σημαντική αβεβαιότητα υπάρχει στο πρώτο σημείο. Στο κείμενο που συντάχθηκε στην Άγκυρα, υπογραμμίστηκε ότι η «Οθωμανική Ισλαμική πλειοψηφία» (προσοχή: όχι η τουρκική), που ζει «εντός» των ορίων που καθορίζονται από την «Αρχιτεκτονική του Μούδρου», ήταν ένα «αδιαίρετο σύνολο», ενώ στην Κωνσταντινούπολη αυτή η έκφραση τροποποιήθηκε στην «Οθωμανική Ισλαμική πλειοψηφία» που ζούσε «εντός και εκτός» από την γραμμή ανακωχής, σύμφωνα με ορισμένες πηγές. Αυτή η αβεβαιότητα και στο ζήτημα των συνόρων, που αποτελεί την καρδιά του Misak-ı Milli είναι εντυπωσιακή.
xii Ο Μουσταφά Κεμάλ και ο Ισμέτ Ινονού προϋπαντούν στο Δορύλαιο (Εσκί Σεχήρ) τους Γάλλους του συνταγματάρχη Sarrou και τον πολιτικό Franklin Bouillon, προς τιμήν των οποίων έχει παραταχθεί άγημα στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, («Χρονικό Μικρασιατικού Πολέμου 1919-1922»). Την επομένη των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου στην θέση του αρχηγού της Στρατιάς της Μικράς Ασίας τοποθετείται ο στρατηγός Αναστάσιος Παπούλας, ο οποίος έφθασε στη Σμύρνη στις 9 Νοεμβρίου και η πρώτη ημερήσια διαταγή του προς τις μαχόμενες δυνάμεις προκαλεί ικανοποίηση και δημιουργεί μία αίσθηση εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του. Ένα ατόπημα, όμως, του νέου αρχιστρατήγου – τηλεγράφημα στον εξόριστο στην Ελβετία βασιλιά Κωνσταντίνο, στον οποίο δηλώνει «αισθήματα αφοσιώσεως και υποταγής» – εξεγείρει τις γαλλικές διπλωματικές αρχές, κατά του στρατηγού Παπούλα και ευρύτερα της ελληνικής προσπάθειας στη Μικρά Ασία. H υποβόσκουσα στο παρασκήνιο, γαλλική αντίθεση περνάει πλέον στο προσκήνιο. H Γαλλία απροκάλυπτα, «αγκαλιάζει» το εθνικιστικό κίνημα του Κεμάλ. Στην γαλλική μεταστροφή κύριο ρόλο διαδραμάτισαν τα μεγάλα οικονομικά συγκροτήματα που δρούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία: H Αυτοκρατορική Οθωμανική Εταιρεία, η Εταιρεία του Μονοπωλίου Καπνών, η Κρεντίτ Λιονέ, η Εταιρεία των Οδών και η Εταιρεία των Λιμένων. H εικόνα των γαλλικών οικονομικών συμφερόντων στην Οθωμανική αυτοκρατορία αποτυπώνεται σε διάλεξη το 1922, του επικεφαλής του Γαλλικού Εμπορικού Γραφείου στην Κωνσταντινούπολη:
* Το γαλλικό μερίδιο στο οθωμανικό δημόσιο χρέος ανερχόταν σε 250 δις φράγκα ή το 60,31% του κεφαλαίου ολόκληρου του χρέους, ενώ αντίστοιχα τα μερίδια Βρετανίας και Γερμανίας ήταν 14,19% και 21,31%.
* H Γαλλία είχε επενδύσει σε ιδιωτικές επιχειρήσεις στην χώρα το ποσό του 1,1 δις φράγκων. H συμμετοχή της στις βιομηχανικές δραστηριότητες των Οθωμανών αποτελούσε το 53,5% του συνόλου σε σύγκριση με το 13,68% της Βρετανίας και το 32,77% της Γερμανίας.
* Στο σιδηροδρομικό δίκτυο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Γαλλία είχε υπό κατασκευή ή εκμετάλλευση 2.077 χιλιόμετρα με επενδεδυμένο κεφάλαιο 550 εκατ. φράγκα, σε σύγκριση με τα 2.565 χιλιόμετρα της Γερμανίας και τα 610 της Βρετανίας.
* H Γαλλία είχε επενδύσει 42 εκατ. φράγκα σε ορυχεία της χώρας και περίπου 80 εκατ. σε λιμένες και προβλήτες.
Πηγή: Αντωνόπουλος Θανάσης, (17 Σεπτεμβρίου 2003). «AΦIEPΩMA Μικρασιατική καταστροφή Συμμαχία Γαλλίας – Κεμάλ», https://www.tanea.gr/2003/09/17/greece/afiepwma-mikrasiatiki-katastrofi-symmaxia-gallias-kemal/
xiii M.N. Roy, (1922). «The Turkish Victory», From International Press Correspondence, Vol. 2 No. 89, 17 October 1922, pp. 671–672. Transcribed & marked up by Einde O’Callaghan for the Marxists’ Internet Archive.
Public Domain: Marxists Internet Archive (2020).
M.N. Roy, (1922). «Η τουρκική νίκη», International Press Correspondence, Vol. 2, 89, 17 Οκτωβρίου 1922, σελ. 671-672, μετάφραση και ενισχύθηκε από την Einde O’Callaghan για το «Marxists’ Internet Archive».
Πηγή: Marxists Internet Archive (2020), https://www.marxists.org/archive/roy/1922/10/turk-vict.htm
xivΤη συνθήκη ακολούθησε ένα μυστικό “παράρτημα”, που υπογράφηκε στις 29 Ιουλίου 1922: σύμφωνα με αυτό, η ΕΣΣΔ επέτρεπε στις Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις να εκπαιδεύουν το στρατιωτικό της δυναμικό σε περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης. Πολλά μελλοντικά στελέχη της Ναζιστικής Βέρμαχτ είχαν εκπαιδευτεί στην ΕΣΣΔ, όπως οι Βάλτερ φον Μπράουχιτς και Χάιντς Γκουντέριαν. Η ΕΣΣΔ υπέγραψε τη Συνθήκη (και το Παράρτημα) στοχεύοντας στην διαμόρφωση ενός «αντι-Βερσαλλιακού» άξονα κατά της Δύσης, καθώς και οι δύο χώρες είχαν υποστεί εδαφικές απώλειες με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Στην Δύση, αντίθετα, η Συνθήκη θεωρήθηκε ως ανησυχητική ένδειξη, καθώς ενδυνάμωνε την διεθνή θέση των δύο χωρών. Η συνθήκη προκάλεσε την εγρήγορση της Φινλανδίας, των Βαλτικών χωρών και της Πολωνίας, λόγω της ενδυνάμωσης της γειτονικής τους ΕΣΣΔ.
xv Όπως γράφει (μάλλον υποκριτικά), στο βιβλίο του “The Aftermath”, ο Churchill (1929, σελ. 387-388): “Η επάνοδος του Κωνσταντίνου διέλυσε όλους τους συμμαχικούς δεσμούς, με την Ελλάδα και ακύρωσε όλες τις υποχρεώσεις, εκτός από τις νομικές. Με τον Βενιζέλο, είχαμε αναλάβει πολλές δεσμεύσεις. Αλλά, με τον Κωνσταντίνο, καμμία. Πραγματικά, αφού πέρασε η πρώτη έκπληξη, ένα αίσθημα ανακούφισης έγινε έκδηλο, στους ηγετικούς κύκλους. Δεν υπήρχε ανάγκη να ακολουθούμε αντιτουρκική πολιτική”, βλ.
http://tassosanastassopoulos.blogspot.gr/2013/09/1919-1922-greekturkish-war-in-minor-asia.html
xvi Το διπλωματικό έγγραφο Νο 63, που είχε συνταχθεί ως οδηγός των Βρετανών διπλωματών, οι οποίοι συμμετείχαν στην Διάσκεψη της Λωζάννης, περιέχει την παρακάτω δήλωση: «Ένας Γερμανός εμπειρογνώμονας που επισκέφτηκε το 1901 τις πετρελαιοφόρες περιοχές της Μοσούλης και της Βαγδάτης ανέφερε ότι αυτές είναι από τις πλουσιότερες του κόσμου» (Bierstadt 1997, σελ 186).
«Αυτές οι λίγες γραμμές περικλείουν ολόκληρη την ιστορία. Αυτή ήταν η αιτία για την οποία η Ελλάδα προδόθηκε και οι χριστιανικές μειονότητες θυσιάστηκαν. Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Ιταλία και οι ΗΠΑ έκαναν ότι ήταν δυνατό για να αποκτήσουν τον οικονομικό έλεγχο στην Εγγύς Ανατολή, για να εξασφαλίσουν εμπορικά πλεονεκτήματα, να καταλάβουν τις πετρελαιοπηγές για τον επόμενο πόλεμο και να θέσουν την Εγγύς Ανατολή υπό τον έλεγχό τους στο διάστημα της ειρήνης που θα μεσολαβούσε», βλ. http://thedayaftergr.blogspot.gr/2012/08/blog-post_3129.html
xvii Για να παραθέσουμε τον ιστορικό ερευνητή Σταύρο Σταυρίδη που τα ετοίμασε, «[αυτά τα έγγραφα δημοσιεύονται με την] ελπίδα [ότι] αυτές οι πληροφορίες θα βοηθήσουν στην αποσαφήνιση τυχόν παρεξηγήσεων, κ.λπ.». Διατέθηκαν στο HR-Net μέσω της ευγενικής παρέμβασης της κας Stella Jatras. Πηγή: http://www.hri.org/docs/FT1921/
xviii “I have the honour to remain, my lord, your lordship’s obedient servant.”